3,258,334
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] allein gesandt, allein kommend, [[δόρυ]], Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] allein gesandt, allein kommend, [[δόρυ]], Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />seul, solitaire ; qui voyage seul.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στόλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόστολος''': -ον, ὁ πορευόμενος [[μόνος]], Λυκόφρ. 690 [[καθόλου]], [[μόνος]], μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ [[ἕκαστος]] νὰ διοικῇ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[δόρυ]] μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας [[μονόστολος]] μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. [[μονόζωνος]]. | |lstext='''μονόστολος''': -ον, ὁ πορευόμενος [[μόνος]], Λυκόφρ. 690 [[καθόλου]], [[μόνος]], μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ [[ἕκαστος]] νὰ διοικῇ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[δόρυ]] μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας [[μονόστολος]] μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. [[μονόζωνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |