Anonymous

πάχος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] εος, τό, die [[Dicke]]; Od. 9, 324; πάχει μάκει τε, Pind. P. 4, 245; σαρκός, Eur. Cycl. 379; u. in Prosa, Her. 4, 81, Thuc. 3, 20, τείχους, 1, 90; Plat. im Ggstz von [[λεπτότης]], Rep. VII, 523 e; Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] εος, τό, die [[Dicke]]; Od. 9, 324; πάχει μάκει τε, Pind. P. 4, 245; σαρκός, Eur. Cycl. 379; u. in Prosa, Her. 4, 81, Thuc. 3, 20, τείχους, 1, 90; Plat. im Ggstz von [[λεπτότης]], Rep. VII, 523 e; Folgde.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> épaisseur;<br /><b>2</b> embonpoint.<br />'''Étymologie:''' R. Παγ, ficher, figer, rendre consistant, épaissir ; cf. [[πήγνυμι]], [[παχύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάχος''': [ᾰ], εος, τό, ([[παχύς]]) ὡς καὶ νῦν, τόσσον ἔην [[μῆκος]], τόσσον π. Ὀδ. Ι. 324· τὸ π. τοῦ τείχους Θουκ. 1. 93· τῆς πλίνθου 3. 20, πληθ., τὰ π. τῶν τριχῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 10, 2· ― ἀπολ., [[πάχος]], ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 81· οὕτω, πάχει μάκει τε Πινδ. Π. 4. 436. 3) π. σαρκός, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Κύκλ. 380· διὰ [[πάχος]] τοῦ σώματος Ἀντιφάνης ἐν «Αἰόλῳ» 2· ἀντίθετ. τῷ [[λεπτότης]], Πλάτ. Πολ. 523Ε, κτλ. 3) π. ἔχειν, εἶμαι [[παχύς]], ἔχω σύστασιν ἢ πυκνότητά τινα, ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 4. 7, περὶ Ζ. Γεν. 2. 4, 20· τὸ π. τῆς θαλάσσης, ἀποδιδόμενον εἰς τὴν ἁλμυρότητα αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 3, 36.
|lstext='''πάχος''': [ᾰ], εος, τό, ([[παχύς]]) ὡς καὶ νῦν, τόσσον ἔην [[μῆκος]], τόσσον π. Ὀδ. Ι. 324· τὸ π. τοῦ τείχους Θουκ. 1. 93· τῆς πλίνθου 3. 20, πληθ., τὰ π. τῶν τριχῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 10, 2· ― ἀπολ., [[πάχος]], ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 81· οὕτω, πάχει μάκει τε Πινδ. Π. 4. 436. 3) π. σαρκός, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Κύκλ. 380· διὰ [[πάχος]] τοῦ σώματος Ἀντιφάνης ἐν «Αἰόλῳ» 2· ἀντίθετ. τῷ [[λεπτότης]], Πλάτ. Πολ. 523Ε, κτλ. 3) π. ἔχειν, εἶμαι [[παχύς]], ἔχω σύστασιν ἢ πυκνότητά τινα, ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 4. 7, περὶ Ζ. Γεν. 2. 4, 20· τὸ π. τῆς θαλάσσης, ἀποδιδόμενον εἰς τὴν ἁλμυρότητα αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 3, 36.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> épaisseur;<br /><b>2</b> embonpoint.<br />'''Étymologie:''' R. Παγ, ficher, figer, rendre consistant, épaissir ; cf. [[πήγνυμι]], [[παχύς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth