Anonymous

νάρκη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0229.png Seite 229]] ἡ (s. auch [[νάρκα]]), ein Fisch, torpedo, bei dessen Berührung man einen lähmenden elektrischen Schlag bekommt, der [[Krampfroche]], Ath. VII c. 95 p. 314, mit Beispielen aus com.; δοκεῖς μοι ὁμοιότατος εἶναι [[ταύτῃ]] τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ, Plat. Men. 80 a; Arist. H. A. 9, 37 u. A. – Das <b class="b2">Erstarren, </b>Starr-, Steifwerden eines Gliedes, die [[Lähmung]]; τί ποθ' ὥςπερ [[νάρκη]] μου κατὰ τῆς χειρὸς καταχεῖται, Ar. Vesp. 713; Arist. probl. 2, 15. 6, 6; ὑπελήλυθέν τέ μου [[νάρκα]] τις ὅλον τὸ [[δέρμα]] (für [[νάρκη]]), Menand. bei Ath. VII, 314 b; einzeln bei Sp., z. B. Erstarrung vor Frost, ueben [[θερμασία]], Plut. de sanit. tuenda p. 388.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0229.png Seite 229]] ἡ (s. auch [[νάρκα]]), ein Fisch, torpedo, bei dessen Berührung man einen lähmenden elektrischen Schlag bekommt, der [[Krampfroche]], Ath. VII c. 95 p. 314, mit Beispielen aus com.; δοκεῖς μοι ὁμοιότατος εἶναι [[ταύτῃ]] τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ, Plat. Men. 80 a; Arist. H. A. 9, 37 u. A. – Das <b class="b2">Erstarren, </b>Starr-, Steifwerden eines Gliedes, die [[Lähmung]]; τί ποθ' ὥςπερ [[νάρκη]] μου κατὰ τῆς χειρὸς καταχεῖται, Ar. Vesp. 713; Arist. probl. 2, 15. 6, 6; ὑπελήλυθέν τέ μου [[νάρκα]] τις ὅλον τὸ [[δέρμα]] (für [[νάρκη]]), Menand. bei Ath. VII, 314 b; einzeln bei Sp., z. B. Erstarrung vor Frost, ueben [[θερμασία]], Plut. de sanit. tuenda p. 388.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> engourdissement, torpeur;<br /><b>2</b> torpille, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de définitif.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νάρκη''': ἡ, [[ἀναισθησία]], [[παράλυσις]], [[νέκρωσις]], Λατ. torpor, προξενουμένη ἐκ γενικῆς παραλύσεως, παγετοῦ, φόβου, κτλ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀφ. 1254· [[νάρκη]] καταχεῖται κατὰ τῆς χειρὸς Ἀριστοφ. Σφ. 713· ὡς [[νόσος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 7, Προβλ. 2. 15., 6. 6· - ὁ Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 1 λέγει καὶ νάρκα, περὶ οὗ ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 331. ΙΙ. πλατὺς [[ἰχθὺς]] ναρκῶν καὶ παραλύων πάντα ἐγγίζοντα αὐτόν, κοινῶς «μουδιάστρα», torpedo, Ἀθήν. 314Β· ἡ [[πλατεῖα]] ν. ἡ θαλαττία Πλάτ. Μένων 80Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 3, κατὰ μεταπλ. αἰτ. νάρκᾰ, Ὀππ. Κυν. 3. 55.
|lstext='''νάρκη''': ἡ, [[ἀναισθησία]], [[παράλυσις]], [[νέκρωσις]], Λατ. torpor, προξενουμένη ἐκ γενικῆς παραλύσεως, παγετοῦ, φόβου, κτλ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀφ. 1254· [[νάρκη]] καταχεῖται κατὰ τῆς χειρὸς Ἀριστοφ. Σφ. 713· ὡς [[νόσος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 7, Προβλ. 2. 15., 6. 6· - ὁ Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 1 λέγει καὶ νάρκα, περὶ οὗ ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 331. ΙΙ. πλατὺς [[ἰχθὺς]] ναρκῶν καὶ παραλύων πάντα ἐγγίζοντα αὐτόν, κοινῶς «μουδιάστρα», torpedo, Ἀθήν. 314Β· ἡ [[πλατεῖα]] ν. ἡ θαλαττία Πλάτ. Μένων 80Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 3, κατὰ μεταπλ. αἰτ. νάρκᾰ, Ὀππ. Κυν. 3. 55.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> engourdissement, torpeur;<br /><b>2</b> torpille, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de définitif.
}}
}}
{{eles
{{eles