Anonymous

σπάδιξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0915.png Seite 915]] ικος, ἡ, 1) ein abgerissener Zweig, bes. ein mit der Frucht abgerissener Palmzweig, Poll. 7, 147; Nic. Al. 528; vgl. Plut. Sympos. 8, 4 [[πρῶτος]] ἐν Δήλῳ Θησεὺς ἀγῶνα ποιῶν, ἀπέσπ ασε κλάδον τοῦ ἱεροῦ φοίνικ ος, ᾑ καὶ [[σπάδιξ]] ὠνομάσθη; davon spadiceus, nach der Farbe desselben, s. Gell. N. A. 2, 26. 3, 10. – 2) bei Poll. 4, 59 u. Nicom. harm. ein Saiteninstrument, wie die Lyra, das Quintil. 7, 10, 51 nebst dem [[ψαλτήριον]] als weichlich verwirft. – 3) die abgezogene Rinde von der Wurzel des [[πρῖνος]], Greg. Cor.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0915.png Seite 915]] ικος, ἡ, 1) ein abgerissener Zweig, bes. ein mit der Frucht abgerissener Palmzweig, Poll. 7, 147; Nic. Al. 528; vgl. Plut. Sympos. 8, 4 [[πρῶτος]] ἐν Δήλῳ Θησεὺς ἀγῶνα ποιῶν, ἀπέσπ ασε κλάδον τοῦ ἱεροῦ φοίνικ ος, ᾑ καὶ [[σπάδιξ]] ὠνομάσθη; davon spadiceus, nach der Farbe desselben, s. Gell. N. A. 2, 26. 3, 10. – 2) bei Poll. 4, 59 u. Nicom. harm. ein Saiteninstrument, wie die Lyra, das Quintil. 7, 10, 51 nebst dem [[ψαλτήριον]] als weichlich verwirft. – 3) die abgezogene Rinde von der Wurzel des [[πρῖνος]], Greg. Cor.
}}
{{bailly
|btext=ικος (ἡ) :<br />branche arrachée, <i>particul.</i> branche de palmier arrachée avec ses fruits.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπάδιξ''': [ᾱ], -ῑκος, ἡ, ([[σπάω]]) [[κλάδος]] ἀπεσπασμένος (πρβλ. [[κλάδος]] ἐκ τοῦ [[κλάω]]), [[μάλιστα]] [[κλάδος]] φοίνικος, ὡς τὸ βαῒς (πρβλ. [[σπάθη]] 7), σπ. φοίνικος Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., Πλούτ. 2. 724Α· πληθ. ἐν τῷ Λατιν. spadica (Ammian. 24. 3)· λέγεται καὶ ἐπὶ ἄλλων φυτῶν, π.χ. ῥυτῆς Νικ. Ἀλεξιφ. 528. 2) ὡς ἐπίθετ., ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] φοίνικος (πρβλ. φοῖνιξ). Λατ. spadix ἐν Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 82, πρβλ. Α. Γέλλ. 2. 26, 9. ΙΙ. [[ὄργανον]] ἔγχορδον ὅμοιον τῇ λύρᾳ ἀλλ’ ἔχον τόνους πολὺ ὀξεῖς, Πολυδ. Δ΄, 49· [[ὅπερ]] κατακρίνει ὁ Κοϊντιλιανὸς ὡς ἐκθηλυντικόν, 1. 10, 31. ΙΙΙ. ὁ φλοιὸς ἀποσπώμενος ἀπὸ τῆς ῥίζης τῆς πρίνου, Γραμμ.
|lstext='''σπάδιξ''': [ᾱ], -ῑκος, ἡ, ([[σπάω]]) [[κλάδος]] ἀπεσπασμένος (πρβλ. [[κλάδος]] ἐκ τοῦ [[κλάω]]), [[μάλιστα]] [[κλάδος]] φοίνικος, ὡς τὸ βαῒς (πρβλ. [[σπάθη]] 7), σπ. φοίνικος Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., Πλούτ. 2. 724Α· πληθ. ἐν τῷ Λατιν. spadica (Ammian. 24. 3)· λέγεται καὶ ἐπὶ ἄλλων φυτῶν, π.χ. ῥυτῆς Νικ. Ἀλεξιφ. 528. 2) ὡς ἐπίθετ., ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] φοίνικος (πρβλ. φοῖνιξ). Λατ. spadix ἐν Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 82, πρβλ. Α. Γέλλ. 2. 26, 9. ΙΙ. [[ὄργανον]] ἔγχορδον ὅμοιον τῇ λύρᾳ ἀλλ’ ἔχον τόνους πολὺ ὀξεῖς, Πολυδ. Δ΄, 49· [[ὅπερ]] κατακρίνει ὁ Κοϊντιλιανὸς ὡς ἐκθηλυντικόν, 1. 10, 31. ΙΙΙ. ὁ φλοιὸς ἀποσπώμενος ἀπὸ τῆς ῥίζης τῆς πρίνου, Γραμμ.
}}
{{bailly
|btext=ικος (ἡ) :<br />branche arrachée, <i>particul.</i> branche de palmier arrachée avec ses fruits.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml