3,273,757
edits
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0436.png Seite 436]] τό, der All-, Gesammtkampf, eine Uebung, welche das Ringen, [[πάλη]], u. den Faustkampf, [[πυγμή]], verband (s. das Vorige); Pind. N. 3 u. 5 I. 3, 4, 5 feiern Siege in diesem Kampfe; μεγαυχεῖ παγκρατίῳ ἐστεφάνωσεν, N. 11, 21; Ar. Vesp. 1191; τῇ τοῦ παγκρατίου μάχῃ, Plat. Legg. VIII, 834 a; ὁ [[τελέως]] [[παγκράτιον]] ἠσκηκώς, VII, 795 b; Sp., wie Luc. u. Plut., vgl. Symp. 2, 4. – Bei Diosc. auch Pflanzenname. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0436.png Seite 436]] τό, der All-, Gesammtkampf, eine Uebung, welche das Ringen, [[πάλη]], u. den Faustkampf, [[πυγμή]], verband (s. das Vorige); Pind. N. 3 u. 5 I. 3, 4, 5 feiern Siege in diesem Kampfe; μεγαυχεῖ παγκρατίῳ ἐστεφάνωσεν, N. 11, 21; Ar. Vesp. 1191; τῇ τοῦ παγκρατίου μάχῃ, Plat. Legg. VIII, 834 a; ὁ [[τελέως]] [[παγκράτιον]] ἠσκηκώς, VII, 795 b; Sp., wie Luc. u. Plut., vgl. Symp. 2, 4. – Bei Diosc. auch Pflanzenname. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />pancrace, combat gymnique comprenant la lutte ([[πάλη]]) et le pugilat ([[πυγμή]]).<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κράτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παγκράτιον''': τό, ([[παγκρατής]]), [[πλήρης]] [[ἀγών]], ἄσκησις τῶν Ἑλλήνων νέων περιλαμβάνουσα τήν τε πάλην καὶ τὴν πυγμήν, (ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, [[παλαιστικός]]· ὁ δὲ ὦσαι τῇ πληγῇ, [[πυκτικός]]· ὁ δ’ ἀμφοτέροις τούτοις, [[παγκρατιαστικός]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14), Ξενοφάν, 2 (5). 3 Bgk, Ἡρόδ. 9. 105, καὶ συχν. παρὰ Πινδ. [[ὅστις]] ἐξύμνησε πολλὰς νίκας εἰς τὸ [[παγκράτιον]] ἐν τοῖς Νεμεονίκαις αὑτοῦ καὶ Ἰσθμιονίκαις, π. [[νικᾶν]] Θουκ. 5. 49· π. μάχεσθαι Ἀριστοφ. Σφ. 1191· ὁ π. ἠσκηκὼς Πλάτ. Νόμ. 795Β συχν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1421, 1590, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[φυτόν]] τι, scilla maritima, Διοσκ. 2. 203. | |lstext='''παγκράτιον''': τό, ([[παγκρατής]]), [[πλήρης]] [[ἀγών]], ἄσκησις τῶν Ἑλλήνων νέων περιλαμβάνουσα τήν τε πάλην καὶ τὴν πυγμήν, (ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, [[παλαιστικός]]· ὁ δὲ ὦσαι τῇ πληγῇ, [[πυκτικός]]· ὁ δ’ ἀμφοτέροις τούτοις, [[παγκρατιαστικός]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14), Ξενοφάν, 2 (5). 3 Bgk, Ἡρόδ. 9. 105, καὶ συχν. παρὰ Πινδ. [[ὅστις]] ἐξύμνησε πολλὰς νίκας εἰς τὸ [[παγκράτιον]] ἐν τοῖς Νεμεονίκαις αὑτοῦ καὶ Ἰσθμιονίκαις, π. [[νικᾶν]] Θουκ. 5. 49· π. μάχεσθαι Ἀριστοφ. Σφ. 1191· ὁ π. ἠσκηκὼς Πλάτ. Νόμ. 795Β συχν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1421, 1590, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[φυτόν]] τι, scilla maritima, Διοσκ. 2. 203. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |