Anonymous

παράκρουσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0485.png Seite 485]] ἡ, das Danebenschlagen, bes. das falsche Schlagen oder Streichen eines Instruments, vgl. Plut. de unius in rep. domin. 3, τὰς ἄλλας ὥςπερ ἐν τοῖς μο υσικοῖς διαγράμμασι τῶν πρώτων τρόπων ἀνιεμένων ἢ ἐπιτεινομένων συμβέβηκε παρακρούσεις καὶ διαφθορὰς εἶναι. – Dah. übh. das Verfehlen, der Irrthum, Arist. pol. 2, 3 u. a. Sp. Auch Betrug, dem [[φενακισμός]] entsprechend, Dem. 24, 194. – Uebtr. wie [[παρακοπή]], Wahnsinn, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0485.png Seite 485]] ἡ, das Danebenschlagen, bes. das falsche Schlagen oder Streichen eines Instruments, vgl. Plut. de unius in rep. domin. 3, τὰς ἄλλας ὥςπερ ἐν τοῖς μο υσικοῖς διαγράμμασι τῶν πρώτων τρόπων ἀνιεμένων ἢ ἐπιτεινομένων συμβέβηκε παρακρούσεις καὶ διαφθορὰς εἶναι. – Dah. übh. das Verfehlen, der Irrthum, Arist. pol. 2, 3 u. a. Sp. Auch Betrug, dem [[φενακισμός]] entsprechend, Dem. 24, 194. – Uebtr. wie [[παρακοπή]], Wahnsinn, Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de toucher à faux d'un instrument.<br />'''Étymologie:''' [[παρακρούω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράκρουσις''': ἡ, ἡ ἐσφαλμένη [[κροῦσις]], ἐσφαλμένος μουσικὸς [[τόνος]], παραφωνία, Πλουτ. 2. 826Ε˙ πρβλ. παράχρωσις. 2) μεταφορ., [[ἀπάτη]], [[ἐξαπάτησις]], Δημ. 679. 3., 760 ἐν τέλ.˙ - [[παραλογισμός]], Ἀριστ. Πλιτικ. 2. 5, 13, πρβλ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 17, 2. 3) [[παραφροσύνη]], Ἱππ. Προρρ. 68˙ οὕτω, παρακρουσμὸς τῆς διανοίας Μοσχίων περὶ τῶν Γυναικ. Παθῶν 65,4, ἔκδ. Dewez 4) «[[ἐξαπάτη]], ἐμπαιγμός», Σουΐδ. ΙΙ. ἡ [[ἀναχαίτισις]], τοῦ θερμοῦ Ἀριστ. Προβλ. 3. 12.
|lstext='''παράκρουσις''': ἡ, ἡ ἐσφαλμένη [[κροῦσις]], ἐσφαλμένος μουσικὸς [[τόνος]], παραφωνία, Πλουτ. 2. 826Ε˙ πρβλ. παράχρωσις. 2) μεταφορ., [[ἀπάτη]], [[ἐξαπάτησις]], Δημ. 679. 3., 760 ἐν τέλ.˙ - [[παραλογισμός]], Ἀριστ. Πλιτικ. 2. 5, 13, πρβλ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 17, 2. 3) [[παραφροσύνη]], Ἱππ. Προρρ. 68˙ οὕτω, παρακρουσμὸς τῆς διανοίας Μοσχίων περὶ τῶν Γυναικ. Παθῶν 65,4, ἔκδ. Dewez 4) «[[ἐξαπάτη]], ἐμπαιγμός», Σουΐδ. ΙΙ. ἡ [[ἀναχαίτισις]], τοῦ θερμοῦ Ἀριστ. Προβλ. 3. 12.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de toucher à faux d'un instrument.<br />'''Étymologie:''' [[παρακρούω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm