Anonymous

παράβασις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 17: Line 17:
==Wikipedia DE==
==Wikipedia DE==
Parabase (griechisch für Vorbeimarsch), in der antiken griechischen Komödie die gewöhnlich in der Mitte des Stückes eingeschaltete, außer Zusammenhang mit der Fabel desselben stehende Ansprache des Chors an das Publikum; wurde von Platen in seinen satirischen Komödien („Der romantische Ödipus“ etc.) auch im deutschen Lustspiel des 19. Jahrhunderts nachgebildet.
Parabase (griechisch für Vorbeimarsch), in der antiken griechischen Komödie die gewöhnlich in der Mitte des Stückes eingeschaltete, außer Zusammenhang mit der Fabel desselben stehende Ansprache des Chors an das Publikum; wurde von Platen in seinen satirischen Komödien („Der romantische Ödipus“ etc.) auch im deutschen Lustspiel des 19. Jahrhunderts nachgebildet.
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de franchir, gén. ; transgression, violation de, gén. ; <i>abs.</i> faute, prévarication;<br /><b>2</b> action de marcher;<br /><b>3</b> action de s'avancer, <i>particul. dans la vieille comédie att.</i> : parabase, <i>jeu de scène du chœur qui s'avançait vers les spectateurs pour leur adresser certains conseils qqf étrangers au sujet</i> ; parabase, <i>la tirade même que débitaient ainsi en partie le chef de chœur, en partie le chœur entier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[παραβαίνω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράβᾰσις''': Ἐπικ. παραίβ-, ἡ, τὸ βαίνειν κατὰ [[μέρος]], ἐκφυγή, παραίβασις ἔσσετ’ ὀλέθρου Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 832· [[παρεκτροπή]], ἐλαχίστη [[μεταβολή]], Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 2, Πλούτ. 2. 649Β· [[παρέκβασις]], Στράβ. 15. 2) ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ βαδίζειν ἢ περιπατεῖν, π. καὶ [[παράλλαξις]] σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6. ΙΙ. ἡ [[ὑπέρβασις]], ὅρων ὁ αὐτ. 2. 122Ε· τῶν δικαίων παραβάσεις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. καὶ Πομπ. Συγκρ. 1· ― ἀπολ., [[παράβασις]], ὁ αὐτ. 2. 209Α, 746C, κτλ.· [[οὕτως]] Ἐπικ. [[παραιβασίη]], Ἡσ. Θ. 220. ΙΙΙ. ἐν τῇ παλαιᾷ [[κωμῳδία]] [[παράβασις]] ἦτο, ὅτε ὁ χορὸς προέβαινεν ἐκ τῆς προτέρας [[αὐτοῦ]] στάσεως καὶ ὡμίλει πρὸς τοὺς θεατὰς ἐν ὀνόματι τοῦ ποιητοῦ, «ἡ [[παράβασις]] δοκεῖ μὲν ἐν τοῦ χοροῦ λέγεσθαι, εἰσάγει δὲ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[πρόσωπον]] ὁ ποιητὴς» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 733· δὲν ἦτο δὲ ἀπαραίτητον [[μέρος]] τῆς κωμῳδίας, [[διότι]] ἐν τρισὶν ἐκ τῶν σῳζομένων κωμῳδιῶν τοῦ Ἀριστοφ., δηλ. Ἐκκλ., Λυσιστρ. Πλούτῳ, δὲν ὑπάρχει. Ἡ [[παράβασις]] οὐδεμίαν εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν κυρίαν πρᾶξιν τὴν ἐν τῷ δράματι καὶ κατὰ τὸν σκοπὸν ὡμοίαζε κατά τι πρὸς τὸν πρόλογον τῆς Ρωμαϊκῆς κωμῳδίας, πλὴν ὅτι ἐτίθετο [[πάντοτε]] ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δράματος, συνήθως εὐθὺς μετὰ τὸ πρῶτον χορικόν. Καὶ τοῦτο δὲ ἐμιμήθη ὁ Πλαῦτος ἐν ταῖς κωμῳδίαις αὑτοῦ Curculio καὶ Cistellaria. ― «Εἴδη δὲ παραβάσεων [[ἑπτά]], ἁπλᾶ μὲν [[τρία]], κατὰ δὲ σχέσιν τέσσαρα· τὰ μὲν οὖν ἁπλᾶ ἐστι [[ταῦτα]], [[κομμάτιον]]. [[παράβασις]] ὁμωνύμως, ἣ καὶ [[ἀνάπαιστος]] καλεῖται, ... [[πνῖγος]], ὃ καὶ [[μακρόν]]· τὰ δὲ κατὰ σχέσιν [[στροφή]], [[ἀντίστροφος]], [[ἐπίρρημα]], [[ἀντεπίρρημα]]. Ἡ μὲν οὖν στροφὴ καὶ [[ἀντίστροφος]] συνεμπίπτουσι κατὰ τὸ [[μέτρον]] καὶ τὰ κῶλα· [[πάλιν]] τὸ [[ἐπίρρημα]] καὶ τὸ [[ἀντεπίρρημα]]. Τινὲς δὲ προστιθέασι καὶ ᾠδὴν καὶ ἀντῳδήν ... ἡ μὲν οὖν [[παράβασις]] ἡ ἐκ τούτων συγκειμένη τελεία ἐστίν· εἰσὶ δὲ καὶ ἀτελεῖς παραβάσεις ὧν ἐστι καὶ αὕτη» (δηλ. ἡ τῶν Νεφελῶν) Σχόλ. εἰς Νεφ. 518· τὰ [[τρία]] πρῶτα μέρη ὡς καὶ τὸ [[ἐπίρρημα]] καὶ [[ἀντεπίρρημα]] ἀπηγγέλλοντο ὑπὸ τοῦ κορυφαίου, ἡ δὲ στροφὴ καὶ [[ἀντίστροφος]] ὑφ’ ὅλου τοῦ χοροῦ, Ἑρμάνν. El. Metr. 3. 21. Ὑπάρχουσι πλήρεις παραβάσεις ἐν Ἀχαρν., Ἱππ. καὶ Σφ.
|lstext='''παράβᾰσις''': Ἐπικ. παραίβ-, ἡ, τὸ βαίνειν κατὰ [[μέρος]], ἐκφυγή, παραίβασις ἔσσετ’ ὀλέθρου Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 832· [[παρεκτροπή]], ἐλαχίστη [[μεταβολή]], Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 2, Πλούτ. 2. 649Β· [[παρέκβασις]], Στράβ. 15. 2) ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ βαδίζειν ἢ περιπατεῖν, π. καὶ [[παράλλαξις]] σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6. ΙΙ. ἡ [[ὑπέρβασις]], ὅρων ὁ αὐτ. 2. 122Ε· τῶν δικαίων παραβάσεις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. καὶ Πομπ. Συγκρ. 1· ― ἀπολ., [[παράβασις]], ὁ αὐτ. 2. 209Α, 746C, κτλ.· [[οὕτως]] Ἐπικ. [[παραιβασίη]], Ἡσ. Θ. 220. ΙΙΙ. ἐν τῇ παλαιᾷ [[κωμῳδία]] [[παράβασις]] ἦτο, ὅτε ὁ χορὸς προέβαινεν ἐκ τῆς προτέρας [[αὐτοῦ]] στάσεως καὶ ὡμίλει πρὸς τοὺς θεατὰς ἐν ὀνόματι τοῦ ποιητοῦ, «ἡ [[παράβασις]] δοκεῖ μὲν ἐν τοῦ χοροῦ λέγεσθαι, εἰσάγει δὲ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[πρόσωπον]] ὁ ποιητὴς» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 733· δὲν ἦτο δὲ ἀπαραίτητον [[μέρος]] τῆς κωμῳδίας, [[διότι]] ἐν τρισὶν ἐκ τῶν σῳζομένων κωμῳδιῶν τοῦ Ἀριστοφ., δηλ. Ἐκκλ., Λυσιστρ. Πλούτῳ, δὲν ὑπάρχει. Ἡ [[παράβασις]] οὐδεμίαν εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν κυρίαν πρᾶξιν τὴν ἐν τῷ δράματι καὶ κατὰ τὸν σκοπὸν ὡμοίαζε κατά τι πρὸς τὸν πρόλογον τῆς Ρωμαϊκῆς κωμῳδίας, πλὴν ὅτι ἐτίθετο [[πάντοτε]] ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δράματος, συνήθως εὐθὺς μετὰ τὸ πρῶτον χορικόν. Καὶ τοῦτο δὲ ἐμιμήθη ὁ Πλαῦτος ἐν ταῖς κωμῳδίαις αὑτοῦ Curculio καὶ Cistellaria. ― «Εἴδη δὲ παραβάσεων [[ἑπτά]], ἁπλᾶ μὲν [[τρία]], κατὰ δὲ σχέσιν τέσσαρα· τὰ μὲν οὖν ἁπλᾶ ἐστι [[ταῦτα]], [[κομμάτιον]]. [[παράβασις]] ὁμωνύμως, ἣ καὶ [[ἀνάπαιστος]] καλεῖται, ... [[πνῖγος]], ὃ καὶ [[μακρόν]]· τὰ δὲ κατὰ σχέσιν [[στροφή]], [[ἀντίστροφος]], [[ἐπίρρημα]], [[ἀντεπίρρημα]]. Ἡ μὲν οὖν στροφὴ καὶ [[ἀντίστροφος]] συνεμπίπτουσι κατὰ τὸ [[μέτρον]] καὶ τὰ κῶλα· [[πάλιν]] τὸ [[ἐπίρρημα]] καὶ τὸ [[ἀντεπίρρημα]]. Τινὲς δὲ προστιθέασι καὶ ᾠδὴν καὶ ἀντῳδήν ... ἡ μὲν οὖν [[παράβασις]] ἡ ἐκ τούτων συγκειμένη τελεία ἐστίν· εἰσὶ δὲ καὶ ἀτελεῖς παραβάσεις ὧν ἐστι καὶ αὕτη» (δηλ. ἡ τῶν Νεφελῶν) Σχόλ. εἰς Νεφ. 518· τὰ [[τρία]] πρῶτα μέρη ὡς καὶ τὸ [[ἐπίρρημα]] καὶ [[ἀντεπίρρημα]] ἀπηγγέλλοντο ὑπὸ τοῦ κορυφαίου, ἡ δὲ στροφὴ καὶ [[ἀντίστροφος]] ὑφ’ ὅλου τοῦ χοροῦ, Ἑρμάνν. El. Metr. 3. 21. Ὑπάρχουσι πλήρεις παραβάσεις ἐν Ἀχαρν., Ἱππ. καὶ Σφ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de franchir, gén. ; transgression, violation de, gén. ; <i>abs.</i> faute, prévarication;<br /><b>2</b> action de marcher;<br /><b>3</b> action de s'avancer, <i>particul. dans la vieille comédie att.</i> : parabase, <i>jeu de scène du chœur qui s'avançait vers les spectateurs pour leur adresser certains conseils qqf étrangers au sujet</i> ; parabase, <i>la tirade même que débitaient ainsi en partie le chef de chœur, en partie le chœur entier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[παραβαίνω]].
}}
}}
==Wikipedia FR==
==Wikipedia FR==