Anonymous

παλιμπετής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] ές, zurückfallend, zurückkehrend; das adj. erst sehr Sp. – Adv. ist παλιμπετές, [[zurück]], z. B. ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλ. Il. 16, 395, ἐν νηῒ παλ. ἀπονέωνται, zurückkehren, Od. 5, 27, wo einige Alte es für eine syncopirte Form statt παλιμπετέες erklärten (vgl. Buttm. Lexil. I p. 42). Nachgeahmt von sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1252 Callim. Del. 294; – παλιμπετῶς Schol. Il. 16, 395.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] ές, zurückfallend, zurückkehrend; das adj. erst sehr Sp. – Adv. ist παλιμπετές, [[zurück]], z. B. ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλ. Il. 16, 395, ἐν νηῒ παλ. ἀπονέωνται, zurückkehren, Od. 5, 27, wo einige Alte es für eine syncopirte Form statt παλιμπετέες erklärten (vgl. Buttm. Lexil. I p. 42). Nachgeahmt von sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1252 Callim. Del. 294; – παλιμπετῶς Schol. Il. 16, 395.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui tombe <i>ou</i> retombe en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλιμπετής''': -ές, ([[πίπτω]]) ὁ εἰς [[τοὐπίσω]] πεπτωκώς, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 34., 9. 27· - παρὰ τοῖς δοκίμοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ [[πάλιν]], [[ὀπίσω]], [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετὲς Ἰλ. Π. 395· ὡς ... ἐν νηὶ παλιμπετὲς ἀπονέωνται, «ἐξ ὑποστροφῆς, εἰς τὰ [[ὀπίσω]]» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 27· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1250, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παλιμπετής]]· ὀπισθόρμητος, ἢ [[ἐναντιοπετής]]». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 278.
|lstext='''πᾰλιμπετής''': -ές, ([[πίπτω]]) ὁ εἰς [[τοὐπίσω]] πεπτωκώς, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 34., 9. 27· - παρὰ τοῖς δοκίμοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ [[πάλιν]], [[ὀπίσω]], [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετὲς Ἰλ. Π. 395· ὡς ... ἐν νηὶ παλιμπετὲς ἀπονέωνται, «ἐξ ὑποστροφῆς, εἰς τὰ [[ὀπίσω]]» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 27· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1250, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παλιμπετής]]· ὀπισθόρμητος, ἢ [[ἐναντιοπετής]]». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 278.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui tombe <i>ou</i> retombe en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth