παράσιτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] neben, mit oder bei einem Andern essend, nach Ath. VI, 234 e ff. ursprünglich im guten Sinne, bes. von Priestern, die beim Opfer gemeinschaftlich aßen, in VLL. οἱ ἐπὶ τὴν ἱεροῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρούμενοι. – Gew. aber der Schmarotzer, der, um freien Tisch zu haben, sich zum Schmeichler oder Possenreißer hergiebt, vgl. Ath. a. a. O. Sie wurden eine stehende Charaktermaske der neueren Comödie. – Luc. Lexiph. 6 sagt für [[ὄψον]] geziert ἰχθὺς [[παράσιτος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] neben, mit oder bei einem Andern essend, nach Ath. VI, 234 e ff. ursprünglich im guten Sinne, bes. von Priestern, die beim Opfer gemeinschaftlich aßen, in VLL. οἱ ἐπὶ τὴν ἱεροῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρούμενοι. – Gew. aber der Schmarotzer, der, um freien Tisch zu haben, sich zum Schmeichler oder Possenreißer hergiebt, vgl. Ath. a. a. O. Sie wurden eine stehende Charaktermaske der neueren Comödie. – Luc. Lexiph. 6 sagt für [[ὄψον]] geziert ἰχθὺς [[παράσιτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sert des mets en surplus;<br /><b>2</b> parasite.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σῖτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράσιτος''': ὁ, ὁ ἐσθίων ἢ σιτούμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ὁ ζῶν τῇ δαπάνῃ ἑτέρου ὃν κολακεύει χαμερπῶς, Ἀραρὼς ἐν «Ὑμεναίῳ» 1, κτλ.· [[ὄνομα]] κωμῳδιῶν τοῦ Ἄμφιδος, Ἀλέξιδος καὶ Διφίλου, ἴδε Ἀθήν. 235-240· καὶ ὁ Λουκ. ἔγραψε περὶ Παρασίτου· μετὰ γεν. κενῆς π. τραπέζης Ἀνθ. Π. 11. 346· - μεταφορ., [[ἰχθὺς]] ἦν π. (ἴδε [[ὄψον]]) Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. [[ὄνομα]] τάξεως ἱερέων, οἵτινες ἐτρέφοντο δαπάνῃ [[δημοσίᾳ]], Ἀθήν. 234 κἑξ., πρβλ. Bgk ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1022, Κλειτοδήμου Ἀποσπ. 11, καὶ πρβλ. [[παρασιτέω]] ΙΙ. 2) ὁ ἐσθίων μετὰ ἀνωτέρου ἄρχοντος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 510. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράσιτοι· ἀρχὴ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου [[ἐκδοχή]]…», καὶ «[[παράσιτος]]· κοσσοτράπεζος».
|lstext='''παράσιτος''': ὁ, ὁ ἐσθίων ἢ σιτούμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ὁ ζῶν τῇ δαπάνῃ ἑτέρου ὃν κολακεύει χαμερπῶς, Ἀραρὼς ἐν «Ὑμεναίῳ» 1, κτλ.· [[ὄνομα]] κωμῳδιῶν τοῦ Ἄμφιδος, Ἀλέξιδος καὶ Διφίλου, ἴδε Ἀθήν. 235-240· καὶ ὁ Λουκ. ἔγραψε περὶ Παρασίτου· μετὰ γεν. κενῆς π. τραπέζης Ἀνθ. Π. 11. 346· - μεταφορ., [[ἰχθὺς]] ἦν π. (ἴδε [[ὄψον]]) Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. [[ὄνομα]] τάξεως ἱερέων, οἵτινες ἐτρέφοντο δαπάνῃ [[δημοσίᾳ]], Ἀθήν. 234 κἑξ., πρβλ. Bgk ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1022, Κλειτοδήμου Ἀποσπ. 11, καὶ πρβλ. [[παρασιτέω]] ΙΙ. 2) ὁ ἐσθίων μετὰ ἀνωτέρου ἄρχοντος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 510. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράσιτοι· ἀρχὴ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου [[ἐκδοχή]]…», καὶ «[[παράσιτος]]· κοσσοτράπεζος».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sert des mets en surplus;<br /><b>2</b> parasite.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σῖτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml