Anonymous

παραδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0476.png Seite 476]] (s. [[δέχομαι]]), [[annehmen]], hinnehmen, [[bekommen]]; [[σῆμα]] κακὸν παρεδέξατο, Il. 6, 178; σοφώτατα νοήματα, Pind. Ol. 7, 72; u. in Prosa, Xen. Cyr. 7, 3, 1. 8, 6, 17 u. Sp.; von einer erblichen Regierung, Her. 1, 102. – Übertr., φήμην παραδεδέγμεθα, Plat. Legg. VI, 713 c; ἀκοήν, Tim. 23 d; – übernehmen, μάχην, den von Andern angefangenen Kampf aufnehmen und fortsetzen, Her. 9, 40; auch c. inf., Etwas zu thun, Dem. 58, 38; – [[aufnehmen]], εἰς τοὺς ἀγῶνας [[ἔθος]], Aesch. 1, 178; αὐλοποιοὺς παραδέξει εἰς τὴν πόλιν, Plat. Rep. III, 399 d; εἰς οἰκίαν, Dem. 40, 2; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0476.png Seite 476]] (s. [[δέχομαι]]), [[annehmen]], hinnehmen, [[bekommen]]; [[σῆμα]] κακὸν παρεδέξατο, Il. 6, 178; σοφώτατα νοήματα, Pind. Ol. 7, 72; u. in Prosa, Xen. Cyr. 7, 3, 1. 8, 6, 17 u. Sp.; von einer erblichen Regierung, Her. 1, 102. – Übertr., φήμην παραδεδέγμεθα, Plat. Legg. VI, 713 c; ἀκοήν, Tim. 23 d; – übernehmen, μάχην, den von Andern angefangenen Kampf aufnehmen und fortsetzen, Her. 9, 40; auch c. inf., Etwas zu thun, Dem. 58, 38; – [[aufnehmen]], εἰς τοὺς ἀγῶνας [[ἔθος]], Aesch. 1, 178; αὐλοποιοὺς παραδέξει εἰς τὴν πόλιν, Plat. Rep. III, 399 d; εἰς οἰκίαν, Dem. 40, 2; Sp.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> recevoir de qqn :<br /><b>1</b> recevoir de la main à la main, acc.;<br /><b>2</b> recevoir par succession : τὴν ἀρχήν HDT le pouvoir ; μάχην HDT reprendre un combat commencé par d'autres et le continuer;<br /><b>3</b> recevoir des leçons d'un maître;<br /><b>II.</b> admettre, accepter, accueillir.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδέχομαι''': Ἰων. -[[δέκομαι]]: μέλλ. -ξομαι· ἀποθ. Δέχομαι [[παρά]] τινος (ὅρα [[παραδίδωμι]]), αὐτὰρ [[ἐπειδὴ]] [[σῆμα]] κακὸν παρεδέξατο γαμβροῦ Ἰλ. Ζ. 178· τὰ φερόμενα γράμματα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 17, κτλ.· ἐπὶ τέκνων, [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] ὡς κληρονομίαν (πρβλ. [[ἐκδέχομαι]]), σοφώτατα νοήματα Πινδ. Ο. 7. 134· τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 102· οὕτω, π. τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρὸς ὁ αὐτ. 1. 18· [[ἀλλά]], τὸ δὲ ἀπὸ τούτου παραδεκόμενοι (δηλ. τὴν μάχην) Πέρσαι τε καὶ Μῆδοι, ἀναλαμβάνοντες καὶ ἐξακολουθοῦντες τὴν μάχην οἱ Π. κ. Μ., Λατ. excipere ἢ suscipere pugnam, ὁ αὐτ. 9. 40· - [[ὡσαύτως]], [[δέχομαι]] ὡς φήμην ἢ ὡς παράδοσιν, π. φήμην Πλάτ. Νόμ. 713C· ἀκοήν τινος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23C· - ἐπὶ ἀρχόντων, [[παραδέχομαι]], [[παραλαμβάνω]] πράγματα ἐγγραφόμενα εἰς κατάλογον, Συλλ. Ἐπιγρ. 138. 13., 140, 15, κτλ.· πρβλ. [[παραδίδωμι]]· - ἐπὶ μαθητῶν, [[λαμβάνω]] μαθήματα παρὰ τοῦ διδασκάλου, τοὺς μετὰ πόνου .. παραδεχομένους Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1. 2) μετ’ ἀπαρ., παραδέχομαί τινι πράττειν τι, [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]] νὰ πράξω τι, Λατ. reciperc se facturum, Δημ. 1334. 16. 3) [[παραδέχομαι]], [[ἐπιτρέπω]] νὰ εἰσέλθῃ τις, εἰς τὴν πόλιν Πλάτ. Πολ. 394D, 399D, 605B (πρβλ. [[παραδεκτέον]])· εἰς τὴν οἰκίαν Δημ. 1008, ἐν τέλ.· εἰς τοὺς ἀγῶνας Αἰσχίν. 25. 25· γῆ. σταγόνας παραδεξαμένη τίκτει θνατοὺς Εὐρ. Ἀποσπ. 836 π. τινα, [[δέχομαι]] ὡς φίλον, Πολύβ. 38. 1, 8· [[ἐντεῦθεν]], 4) παραδέχομαί τι, ὡς [[οὕτως]] ἢ ἄλλως ἔχον, Λυσ. 138. 3· εἴ περ καὶ [[ταῦτα]] παραδεξόμεθα Πλάτ. Θεαίτ. 155C, Νόμ. 935D· π. σκῆψιν Ὑπερείδ. ὑπέρ. Εὐξ. 22· π. τὸν λόγον, [[παραδέχομαι]] τὸν ὁρισμόν, Πλάτ. Χαρμ. 162Ε, πρβλ. Ἀριστ. Κατηγ. 5. 43· πρβλ. ἀπο-, ἐπιδέχομαι. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. παρεδέχθην λαμβάνει καὶ παθ. σημασ., Γλωσσ.
|lstext='''παραδέχομαι''': Ἰων. -[[δέκομαι]]: μέλλ. -ξομαι· ἀποθ. Δέχομαι [[παρά]] τινος (ὅρα [[παραδίδωμι]]), αὐτὰρ [[ἐπειδὴ]] [[σῆμα]] κακὸν παρεδέξατο γαμβροῦ Ἰλ. Ζ. 178· τὰ φερόμενα γράμματα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 17, κτλ.· ἐπὶ τέκνων, [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] ὡς κληρονομίαν (πρβλ. [[ἐκδέχομαι]]), σοφώτατα νοήματα Πινδ. Ο. 7. 134· τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 102· οὕτω, π. τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρὸς ὁ αὐτ. 1. 18· [[ἀλλά]], τὸ δὲ ἀπὸ τούτου παραδεκόμενοι (δηλ. τὴν μάχην) Πέρσαι τε καὶ Μῆδοι, ἀναλαμβάνοντες καὶ ἐξακολουθοῦντες τὴν μάχην οἱ Π. κ. Μ., Λατ. excipere ἢ suscipere pugnam, ὁ αὐτ. 9. 40· - [[ὡσαύτως]], [[δέχομαι]] ὡς φήμην ἢ ὡς παράδοσιν, π. φήμην Πλάτ. Νόμ. 713C· ἀκοήν τινος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23C· - ἐπὶ ἀρχόντων, [[παραδέχομαι]], [[παραλαμβάνω]] πράγματα ἐγγραφόμενα εἰς κατάλογον, Συλλ. Ἐπιγρ. 138. 13., 140, 15, κτλ.· πρβλ. [[παραδίδωμι]]· - ἐπὶ μαθητῶν, [[λαμβάνω]] μαθήματα παρὰ τοῦ διδασκάλου, τοὺς μετὰ πόνου .. παραδεχομένους Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1. 2) μετ’ ἀπαρ., παραδέχομαί τινι πράττειν τι, [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]] νὰ πράξω τι, Λατ. reciperc se facturum, Δημ. 1334. 16. 3) [[παραδέχομαι]], [[ἐπιτρέπω]] νὰ εἰσέλθῃ τις, εἰς τὴν πόλιν Πλάτ. Πολ. 394D, 399D, 605B (πρβλ. [[παραδεκτέον]])· εἰς τὴν οἰκίαν Δημ. 1008, ἐν τέλ.· εἰς τοὺς ἀγῶνας Αἰσχίν. 25. 25· γῆ. σταγόνας παραδεξαμένη τίκτει θνατοὺς Εὐρ. Ἀποσπ. 836 π. τινα, [[δέχομαι]] ὡς φίλον, Πολύβ. 38. 1, 8· [[ἐντεῦθεν]], 4) παραδέχομαί τι, ὡς [[οὕτως]] ἢ ἄλλως ἔχον, Λυσ. 138. 3· εἴ περ καὶ [[ταῦτα]] παραδεξόμεθα Πλάτ. Θεαίτ. 155C, Νόμ. 935D· π. σκῆψιν Ὑπερείδ. ὑπέρ. Εὐξ. 22· π. τὸν λόγον, [[παραδέχομαι]] τὸν ὁρισμόν, Πλάτ. Χαρμ. 162Ε, πρβλ. Ἀριστ. Κατηγ. 5. 43· πρβλ. ἀπο-, ἐπιδέχομαι. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. παρεδέχθην λαμβάνει καὶ παθ. σημασ., Γλωσσ.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> recevoir de qqn :<br /><b>1</b> recevoir de la main à la main, acc.;<br /><b>2</b> recevoir par succession : τὴν ἀρχήν HDT le pouvoir ; μάχην HDT reprendre un combat commencé par d'autres et le continuer;<br /><b>3</b> recevoir des leçons d'un maître;<br /><b>II.</b> admettre, accepter, accueillir.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth