Anonymous

παθαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0437.png Seite 437]] in Leidenschaft, [[πάθος]] setzen, D. Hal. iud. Thuc. 2, 3. – Gew. im med. in Leidenschaft, in heftiger Bewegung sein, die Leidenschaft in Reden u. Geberden zu erkennen geben, Sp., wie Plut. non posse 20; κεκραγότες καὶ παθαινόμενοι τὸν [[ἄγριον]] τρόπον, D. Hal. 3, 73; oft von den Rednern, z. B. D. Hal. iud. Lys. 9. – Auch von mimischen Künstlern, eine Leidenschaft darstellen, leidenschaftlich darstellen, so von einer Tänzerinn, πάντα παθαίνεται, Automed. 3 (V, 129); cf. Ernesti lex. Technol. rhet. p. 237.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0437.png Seite 437]] in Leidenschaft, [[πάθος]] setzen, D. Hal. iud. Thuc. 2, 3. – Gew. im med. in Leidenschaft, in heftiger Bewegung sein, die Leidenschaft in Reden u. Geberden zu erkennen geben, Sp., wie Plut. non posse 20; κεκραγότες καὶ παθαινόμενοι τὸν [[ἄγριον]] τρόπον, D. Hal. 3, 73; oft von den Rednern, z. B. D. Hal. iud. Lys. 9. – Auch von mimischen Künstlern, eine Leidenschaft darstellen, leidenschaftlich darstellen, so von einer Tänzerinn, πάντα παθαίνεται, Automed. 3 (V, 129); cf. Ernesti lex. Technol. rhet. p. 237.
}}
{{bailly
|btext=<i>et au Moy.</i> παθαίνομαι;<br />éprouver une affection vive, être vivement ému, se passionner, s'échauffer.<br />'''Étymologie:''' [[πάθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰθαίνω''': ([[πάθος]]) κινῶ εἰς [[πάθος]], Διον. Ἁλ. π. Θουκυδ. 23. ― Μέσ., [[αἰσθάνομαι]] [[πάθος]], συγκίνησιν, ἐξάπτομαι, [[πίπτω]] εἰς σφοδρὰν παθητικὴν κατάστασιν ἣν [[ἐκφράζω]] διὰ σχημάτων τοῦ προσώπου καὶ παντοίων χειρονομιῶν, ὡς οἱ ἠθοποιοὶ καὶ οἱ ῥήτορες, [[ὥστε]] παριστῶ τι μετὰ πάθους καὶ συγκινήσεως, ὁ αὐτ. 3. 73· ἐπὶ ῥήτορος, ὁ αὐτ. π. Λυσ. 9, Πλούτ. 2. 447F, κλ.· ἐπὶ παντομίμου, Ἀνθ. Π. 5. 129· ἐπὶ μουσικοῦ, Πλούτ. 2. 713Α. 2) -[[πάσχω]], Ἀπόκρυφ. Πράξ. Ἀνδρ. καὶ Ματθ. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παθαίνεσθαι· δεινοπαθεῖν», κατὰ δὲ Σουΐδ. «ἐπαθαίνετο, πάσχειν ᾤετο δεινά».
|lstext='''πᾰθαίνω''': ([[πάθος]]) κινῶ εἰς [[πάθος]], Διον. Ἁλ. π. Θουκυδ. 23. ― Μέσ., [[αἰσθάνομαι]] [[πάθος]], συγκίνησιν, ἐξάπτομαι, [[πίπτω]] εἰς σφοδρὰν παθητικὴν κατάστασιν ἣν [[ἐκφράζω]] διὰ σχημάτων τοῦ προσώπου καὶ παντοίων χειρονομιῶν, ὡς οἱ ἠθοποιοὶ καὶ οἱ ῥήτορες, [[ὥστε]] παριστῶ τι μετὰ πάθους καὶ συγκινήσεως, ὁ αὐτ. 3. 73· ἐπὶ ῥήτορος, ὁ αὐτ. π. Λυσ. 9, Πλούτ. 2. 447F, κλ.· ἐπὶ παντομίμου, Ἀνθ. Π. 5. 129· ἐπὶ μουσικοῦ, Πλούτ. 2. 713Α. 2) -[[πάσχω]], Ἀπόκρυφ. Πράξ. Ἀνδρ. καὶ Ματθ. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παθαίνεσθαι· δεινοπαθεῖν», κατὰ δὲ Σουΐδ. «ἐπαθαίνετο, πάσχειν ᾤετο δεινά».
}}
{{bailly
|btext=<i>et au Moy.</i> παθαίνομαι;<br />éprouver une affection vive, être vivement ému, se passionner, s'échauffer.<br />'''Étymologie:''' [[πάθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml