Anonymous

παράκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0482.png Seite 482]] (s. [[κεῖμαι]]), daneben, dabei, an der Seite liegen, daneben gesetzt sein, stehen; [[τράπεζα]], Il. 24, 476; ὀϊστόν, ὅς οἱ παρέκειτο, Od. 21, 416; u. in der Iterativform, [[παρεκέσκετο]], 14, 521; übertr., ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, euch liegt die Wahl vor, zu kämpfen oder zu fliehen, 22, 65; παρκείμενον [[τέρας]], Pind. Ol. 13, 103; Ἀΐδᾳ παρακείμενος, Soph. Phil. 849; ἕτοιμον ἀεὶ παρακείμενον [[ἐκμαγεῖον]], Plat. Tim. 72 c; Sp., ἡ παρακειμένη [[πύλη]], das benachbarte, nächste Thor, Pol. 7, 16, 5, öfter; – übertr., ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; – τὰ παρακείμενα, das Vorgesetzte, die aufgetragenen Speisen, Pol. 3, 57, 8, Ath. IV, 157 a u. A. – Bei den Gramm. ist ὁ παρακείμενος, sc. [[χρόνος]], tempus perfectum; τὰ παρακείμενα durch [[παράθεσις]], nicht [[σύνθεσις]] verbundene Wörter, Gramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0482.png Seite 482]] (s. [[κεῖμαι]]), daneben, dabei, an der Seite liegen, daneben gesetzt sein, stehen; [[τράπεζα]], Il. 24, 476; ὀϊστόν, ὅς οἱ παρέκειτο, Od. 21, 416; u. in der Iterativform, [[παρεκέσκετο]], 14, 521; übertr., ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, euch liegt die Wahl vor, zu kämpfen oder zu fliehen, 22, 65; παρκείμενον [[τέρας]], Pind. Ol. 13, 103; Ἀΐδᾳ παρακείμενος, Soph. Phil. 849; ἕτοιμον ἀεὶ παρακείμενον [[ἐκμαγεῖον]], Plat. Tim. 72 c; Sp., ἡ παρακειμένη [[πύλη]], das benachbarte, nächste Thor, Pol. 7, 16, 5, öfter; – übertr., ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; – τὰ παρακείμενα, das Vorgesetzte, die aufgetragenen Speisen, Pol. 3, 57, 8, Ath. IV, 157 a u. A. – Bei den Gramm. ist ὁ παρακείμενος, sc. [[χρόνος]], tempus perfectum; τὰ παρακείμενα durch [[παράθεσις]], nicht [[σύνθεσις]] verbundene Wörter, Gramm.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> être couché auprès de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> être placé auprès de, τινι;<br /><b>2</b> être placé à portée <i>ou</i> devant ; τὰ παρακείμενα PLUT les mets servis ; [[ὑμῖν]] παράκειται avec l'inf. OD il est à votre disposition de, il dépend de vous de;<br /><b>3</b> être présent ; <i>t. de gramm.</i> ὁ παρακείμενος ([[χρόνος]]) le parfait;<br /><b>II.</b> se rattacher à, être en relation étroite avec.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κεῖμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράκειμαι''': ποιητ. πάρκειμαι· Ἐπικ. παρατατ. [[παρεκέσκετο]] Ὀδ. Ξ. 521· - ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[παρατίθημι]], [[κεῖμαι]] πλησίον ἢ ἐνώπιόν τινος, ἔτι καὶ παρέκειτο [[τράπεζα]] Ἰλ. Ω. 476· ὀϊστόν, ὃς οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Ὀδ. Φ. 416 οὕτω παρ’ Ἀττ., Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 17, παράκειντ’ ἐπὶ ταῖσι τραπέζαις Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 7, Πλάτ., κλ.· - μεταφορ., ὑμῖν παράκειται [[ἐναντίον]] ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, κεῖται πρὸ ὑμῶν νὰ ἐκλέξητε ἢ τὴν μάχην ἢ τὴν φυγήν, «πρόκειται εἰς αἵρεσιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 65· ἔρδειν ... ἀμηχανίη παράκειται Θέογν. 685· ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς, πλησίον [[ἀλλήλων]], Πλάτ. Φίληβ. 41· - συχν. κατὰ μετοχ., ᾍδᾳ παρακείμενος, κείμενος πλησίον τοῦ ᾍδου, παρὰ τὴν θύραν τοῦ θανάτου, (ἄμεινον: Ἀΐδα πάρα κείμενος, πρβλ. Ο.Τ. 972), Σοφ. Φ. 861· παρκείμενον [[τέρας]], τὸ παρὸν [[θαῦμα]], Πινδ. Ο. 13, 103· τὸ παρκείμενον, τὸ παρόν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 131· οὕτω τὰ παρακείμενα Ἀριστοφ. Λυσ. 1048· ἀλλὰ τὰ παρακείμενα, τὰ κείμενα πλησίον, τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης ἰχθυοπώλου, λαβών τι τῶν παρακειμένων Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 6· κλίνην ... παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Διόδωρ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1· 10· ἡ π. [[πύλη]], ἡ [[ἐκεῖ]] πλησίον, Πολύβ. 7. 16, 5· ἐν μνήμῃ παρακείμενα, πράγματα παρόντα ἐν τῇ μνήμῃ, Πλάτ. Φίληβ. 19D. 2) ὡς τὸ [[ἐπίκειμαι]], [[βιάζω]], ἐξαναγκάζω, μετὰ δοτ., Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ζ΄, 3). 3) μεταφορ., [[κεῖμαι]] πλησίον τινὸς [[πρηνής]], ἐπὶ τελείας ὑποταγῆς, παράκεινται προσώπου σου Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Γ΄, 3). ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ.: 1) παράκειται = μνημονεύεται, «παράκειται ἐκ τοῦ Θεοφράστου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 720. 2) ὁ παρακείμενος (ἐξυπακ. [[χρόνος]]), tempus perfectum, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 205. 3) [[ἀντί]]-φρασίς ἐστι [[λέξις]] διὰ τοῦ ἐναντίου ἢ παρακειμένου τὸ [[ἐναντίον]] παριστῶσα, ex adjecto, ὡς [[ὅταν]] κατ’ εὐφημισμὸν τὴν χολὴν ἡδεῖαν λέγωμεν καὶ τὰς Ἐρινῦς Εὐμενίδας Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 755, πρβλ. 786. 4) ἐπὶ λέξεων ἡνωμένων διὰ παραθέσεως καὶ οὐχὶ συνθέσεως, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 311· πρβλ. [[παράθεσις]].
|lstext='''παράκειμαι''': ποιητ. πάρκειμαι· Ἐπικ. παρατατ. [[παρεκέσκετο]] Ὀδ. Ξ. 521· - ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[παρατίθημι]], [[κεῖμαι]] πλησίον ἢ ἐνώπιόν τινος, ἔτι καὶ παρέκειτο [[τράπεζα]] Ἰλ. Ω. 476· ὀϊστόν, ὃς οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Ὀδ. Φ. 416 οὕτω παρ’ Ἀττ., Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 17, παράκειντ’ ἐπὶ ταῖσι τραπέζαις Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 7, Πλάτ., κλ.· - μεταφορ., ὑμῖν παράκειται [[ἐναντίον]] ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, κεῖται πρὸ ὑμῶν νὰ ἐκλέξητε ἢ τὴν μάχην ἢ τὴν φυγήν, «πρόκειται εἰς αἵρεσιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 65· ἔρδειν ... ἀμηχανίη παράκειται Θέογν. 685· ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς, πλησίον [[ἀλλήλων]], Πλάτ. Φίληβ. 41· - συχν. κατὰ μετοχ., ᾍδᾳ παρακείμενος, κείμενος πλησίον τοῦ ᾍδου, παρὰ τὴν θύραν τοῦ θανάτου, (ἄμεινον: Ἀΐδα πάρα κείμενος, πρβλ. Ο.Τ. 972), Σοφ. Φ. 861· παρκείμενον [[τέρας]], τὸ παρὸν [[θαῦμα]], Πινδ. Ο. 13, 103· τὸ παρκείμενον, τὸ παρόν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 131· οὕτω τὰ παρακείμενα Ἀριστοφ. Λυσ. 1048· ἀλλὰ τὰ παρακείμενα, τὰ κείμενα πλησίον, τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης ἰχθυοπώλου, λαβών τι τῶν παρακειμένων Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 6· κλίνην ... παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Διόδωρ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1· 10· ἡ π. [[πύλη]], ἡ [[ἐκεῖ]] πλησίον, Πολύβ. 7. 16, 5· ἐν μνήμῃ παρακείμενα, πράγματα παρόντα ἐν τῇ μνήμῃ, Πλάτ. Φίληβ. 19D. 2) ὡς τὸ [[ἐπίκειμαι]], [[βιάζω]], ἐξαναγκάζω, μετὰ δοτ., Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ζ΄, 3). 3) μεταφορ., [[κεῖμαι]] πλησίον τινὸς [[πρηνής]], ἐπὶ τελείας ὑποταγῆς, παράκεινται προσώπου σου Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Γ΄, 3). ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ.: 1) παράκειται = μνημονεύεται, «παράκειται ἐκ τοῦ Θεοφράστου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 720. 2) ὁ παρακείμενος (ἐξυπακ. [[χρόνος]]), tempus perfectum, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 205. 3) [[ἀντί]]-φρασίς ἐστι [[λέξις]] διὰ τοῦ ἐναντίου ἢ παρακειμένου τὸ [[ἐναντίον]] παριστῶσα, ex adjecto, ὡς [[ὅταν]] κατ’ εὐφημισμὸν τὴν χολὴν ἡδεῖαν λέγωμεν καὶ τὰς Ἐρινῦς Εὐμενίδας Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 755, πρβλ. 786. 4) ἐπὶ λέξεων ἡνωμένων διὰ παραθέσεως καὶ οὐχὶ συνθέσεως, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 311· πρβλ. [[παράθεσις]].
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> être couché auprès de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> être placé auprès de, τινι;<br /><b>2</b> être placé à portée <i>ou</i> devant ; τὰ παρακείμενα PLUT les mets servis ; [[ὑμῖν]] παράκειται avec l'inf. OD il est à votre disposition de, il dépend de vous de;<br /><b>3</b> être présent ; <i>t. de gramm.</i> ὁ παρακείμενος ([[χρόνος]]) le parfait;<br /><b>II.</b> se rattacher à, être en relation étroite avec.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κεῖμαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth