Anonymous

παραπλάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] (s. [[πλάζω]]), vorbeitreiben, machen, daß Einer vom rechten Wege abirrt, verschlagen; bes. von Seefahrern, [[ἀλλά]] με βορέης παρέπλαγξεν Κυθήρων, Od. 9, 81. 19, 187; pass., παρεπλάγχθη δέ οἱ [[ἄλλῃ]] ἰός, Il. 15, 464; übertr., παρέπλαγξεν δὲ [[νόημα]], verwirren, Od. 20, 346; παρέπλαγξαν σοφόν, Pind. Ol. 7, 31; οὐδὲ παρεπλάγχθη, N. 10, 6; παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς, Eur. Hipp. 240; sp. D., wie Nonn. D. 29, 55 Man. 1, 94, die es auch in intrans. Bdtg brauchen, [[κραδίη]] δὲ παραπλάζουσα μέμηνε, Nic. Ther. 757. – Selten in später Prosa, ἐξέβης τῶν χρηστῶν ἐπιτηδευμάτων καὶ παρεπλάγχθης τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, D. Hal. 11, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] (s. [[πλάζω]]), vorbeitreiben, machen, daß Einer vom rechten Wege abirrt, verschlagen; bes. von Seefahrern, [[ἀλλά]] με βορέης παρέπλαγξεν Κυθήρων, Od. 9, 81. 19, 187; pass., παρεπλάγχθη δέ οἱ [[ἄλλῃ]] ἰός, Il. 15, 464; übertr., παρέπλαγξεν δὲ [[νόημα]], verwirren, Od. 20, 346; παρέπλαγξαν σοφόν, Pind. Ol. 7, 31; οὐδὲ παρεπλάγχθη, N. 10, 6; παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς, Eur. Hipp. 240; sp. D., wie Nonn. D. 29, 55 Man. 1, 94, die es auch in intrans. Bdtg brauchen, [[κραδίη]] δὲ παραπλάζουσα μέμηνε, Nic. Ther. 757. – Selten in später Prosa, ἐξέβης τῶν χρηστῶν ἐπιτηδευμάτων καὶ παρεπλάγχθης τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, D. Hal. 11, 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραπλάγξω, <i>ao.</i> [[παρέπλαγξα]], <i>ao. Pass.</i> παρεπλάγχθην;<br /><b>1</b> écarter du droit chemin, faire dévier de, gén. ; <i>Pass.</i> dévier;<br /><b>2</b> égarer l'esprit, troubler la raison, acc. ; <i>Pass.</i> avoir l'esprit égaré ; avec le gén. : γνώμης ἀγαθῆς EUR être hors de son droit sens.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλάζω''': μέλλ. -πλάγξω· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατ’ ἀόρ. ἐνεργ. καὶ παθ. Παραπλανῶ, [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλανηθῇ ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, ἐπὶ ναυτῶν, παραπλανῶ ἐκ τῆς πορείας αὐτῶν, [[ἀλλά]] με.. Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Ὀδ. Ι. 81, πρβλ. Τ. 187· - μεταφορ., παραπλανῶ, [[περιπλέκω]], παρέπλαγξε δὲ [[νόημα]] Υ. 346· αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφὸν Πινδ. Ο. 7. 56. - Παθ., παρεπλάχθη δέ οἱ [[ἄλλῃ]] ἰὸς [[χαλκοβαρής]], τὸ [[βέλος]] παρετράπη, Ἰλ. Ο. 464· ποῖ παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς; Εὐρ. Ἱππ. 240· ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι, Πινδ. Ν. 10. 10. - Τὸ ἐνεργ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας, παραπλανῶμαι, παρεκτρέπομαι, Νικ. Θηρ. 757, κλ.
|lstext='''παραπλάζω''': μέλλ. -πλάγξω· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατ’ ἀόρ. ἐνεργ. καὶ παθ. Παραπλανῶ, [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλανηθῇ ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, ἐπὶ ναυτῶν, παραπλανῶ ἐκ τῆς πορείας αὐτῶν, [[ἀλλά]] με.. Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Ὀδ. Ι. 81, πρβλ. Τ. 187· - μεταφορ., παραπλανῶ, [[περιπλέκω]], παρέπλαγξε δὲ [[νόημα]] Υ. 346· αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφὸν Πινδ. Ο. 7. 56. - Παθ., παρεπλάχθη δέ οἱ [[ἄλλῃ]] ἰὸς [[χαλκοβαρής]], τὸ [[βέλος]] παρετράπη, Ἰλ. Ο. 464· ποῖ παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς; Εὐρ. Ἱππ. 240· ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι, Πινδ. Ν. 10. 10. - Τὸ ἐνεργ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας, παραπλανῶμαι, παρεκτρέπομαι, Νικ. Θηρ. 757, κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραπλάγξω, <i>ao.</i> [[παρέπλαγξα]], <i>ao. Pass.</i> παρεπλάγχθην;<br /><b>1</b> écarter du droit chemin, faire dévier de, gén. ; <i>Pass.</i> dévier;<br /><b>2</b> égarer l'esprit, troubler la raison, acc. ; <i>Pass.</i> avoir l'esprit égaré ; avec le gén. : γνώμης ἀγαθῆς EUR être hors de son droit sens.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλάζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth