Anonymous

παφλάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] Blasen aufwerfen, brausen, rauschen; vom stürmischen Meere, Il. 12, 798, κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης; vom kochenden Brei, Ar. frg. 423; vgl. Eubul. bei Ath. VI, 229 a, λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ φυσήματι; und im pass., ἕψεται, παφλάζεται, Antiphan. bei Ath. IV, 169 d. – Übertr. von leidenschaftlicher Aufregung u. Gährung des Gemüthes, καὶ κεκραγώς, Ar. Pax 314, vgl. Equ. 919; auch = plappern, schwatzen, ἔμφρονος λόγου κόμποις παφλάζων, Timocles bei Ath. VIII, 342 a. – Es ist eine reduplleirte Form von [[φλάζω]], [[φλαίνω]], [[φλέω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] Blasen aufwerfen, brausen, rauschen; vom stürmischen Meere, Il. 12, 798, κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης; vom kochenden Brei, Ar. frg. 423; vgl. Eubul. bei Ath. VI, 229 a, λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ φυσήματι; und im pass., ἕψεται, παφλάζεται, Antiphan. bei Ath. IV, 169 d. – Übertr. von leidenschaftlicher Aufregung u. Gährung des Gemüthes, καὶ κεκραγώς, Ar. Pax 314, vgl. Equ. 919; auch = plappern, schwatzen, ἔμφρονος λόγου κόμποις παφλάζων, Timocles bei Ath. VIII, 342 a. – Es ist eine reduplleirte Form von [[φλάζω]], [[φλαίνω]], [[φλέω]].
}}
{{bailly
|btext=être en ébullition, bouillonner ; <i>Pass. fig.</i> bouillonner de colère, d'impatience.<br />'''Étymologie:''' forme redoublée de [[φλάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παφλάζω''': μέλλ. -άσω· ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης, κύματα παφλάζοντα, «ἠχοῦντα, ἀναζέοντα. [[ὀνοματοποιΐα]] ὁ [[τρόπος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 798· ἐπὶ τοῦ αἰθέρος, αἰθὴρ παφλάζων κατανίσσεται Ἐμπεδ. 349· ἐπὶ βράζοντος ὕδατος, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 423· λοπὰς π. βαρβάρῳ φυσήματι Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἔγχελυς]] .. παφλάζεται Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 4· ― μεταφορ., φυσῶ θορυβωδῶς, [[κομπάζω]], θορυβῶ, ἐπὶ τοῦ ὠργισμένου Κλέωνος (πρβλ. [[Παφλαγών]]), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 314, Ἱππ. 919. 2) π. τῇ φωνῇ, [[τραυλίζω]], Ἱππ. 55. 33., 1040C. (Ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[καχλάζω]]).
|lstext='''παφλάζω''': μέλλ. -άσω· ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης, κύματα παφλάζοντα, «ἠχοῦντα, ἀναζέοντα. [[ὀνοματοποιΐα]] ὁ [[τρόπος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 798· ἐπὶ τοῦ αἰθέρος, αἰθὴρ παφλάζων κατανίσσεται Ἐμπεδ. 349· ἐπὶ βράζοντος ὕδατος, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 423· λοπὰς π. βαρβάρῳ φυσήματι Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἔγχελυς]] .. παφλάζεται Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 4· ― μεταφορ., φυσῶ θορυβωδῶς, [[κομπάζω]], θορυβῶ, ἐπὶ τοῦ ὠργισμένου Κλέωνος (πρβλ. [[Παφλαγών]]), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 314, Ἱππ. 919. 2) π. τῇ φωνῇ, [[τραυλίζω]], Ἱππ. 55. 33., 1040C. (Ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[καχλάζω]]).
}}
{{bailly
|btext=être en ébullition, bouillonner ; <i>Pass. fig.</i> bouillonner de colère, d'impatience.<br />'''Étymologie:''' forme redoublée de [[φλάζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth