Anonymous

παρακύπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0486.png Seite 486]] sich daneben bücken, bes. daneben stehen u. sich bücken, um Etwas genauer zu besehen, verstohlen aus der Thür od. dem Fenster blicken, vgl. Ar. Pax 983, ἄν τις προσέχῃ τὸν νοῦν αὐταῖς ἀναχωροῦσιν· κᾆτ' ἢν ἀπίῃ παρακ ύπτουσιν; Thesm. 797 u. öfter; Luc. Pisc. 30; auch = sich hineinschleichen, Sp. – Bei Dem. 4, 24, τὰ ξενικὰ παρακύψαντα ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον – [[πανταχοῖ]] [[μᾶλλον]] οἴχεται πλέοντα, gleichsam nur hineingucken in den Krieg und sich dann lieber zu anderen Dingen wenden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0486.png Seite 486]] sich daneben bücken, bes. daneben stehen u. sich bücken, um Etwas genauer zu besehen, verstohlen aus der Thür od. dem Fenster blicken, vgl. Ar. Pax 983, ἄν τις προσέχῃ τὸν νοῦν αὐταῖς ἀναχωροῦσιν· κᾆτ' ἢν ἀπίῃ παρακ ύπτουσιν; Thesm. 797 u. öfter; Luc. Pisc. 30; auch = sich hineinschleichen, Sp. – Bei Dem. 4, 24, τὰ ξενικὰ παρακύψαντα ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον – [[πανταχοῖ]] [[μᾶλλον]] οἴχεται πλέοντα, gleichsam nur hineingucken in den Krieg und sich dann lieber zu anderen Dingen wenden.
}}
{{bailly
|btext=se baisser de côté, se pencher pour regarder, regarder en passant, <i>càd</i> s'occuper d'une chose à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακύπτω''': ποιητ. παρκύπτω, [[κύπτω]] πλαγίως, ἑπὶ ταῆς στάσεως φαύλου κιθαρωδοῦ ἢ αὐλητοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 16. ΙΙ. [[κύπτω]] [[ὅπως]] προβλέψω, ἐπομένως, 1) [[βλέπω]] πλαγίως προς τι, [[ῥίπτω]] πλάγια βλέμματα, ἀμελῶς [[βλέπω]] πρόςτι, παρακύψαντα ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον Δημ. 46. 27. 2) θεωρῶ κρυφίως ἐκ θύρας ἢ παραθύρου, ὡς ταὸ τοῦ Ὁρατίου despicere, ἐκ θυρίδος Ἀριστοφ. Θεσμ. 797, πρβλ. 799, Σφ. 178˙ π. [[ὥσπερ]]˙ [[γαλῆ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 924˙ ἐπὶ κορασίωνπαρακυπτόντων [[ὅπως]] ἴδωσι τὸν ἐραστήν, ὁ αύτ. ἐν Εἰρ. 982, 985˙ π. τὸν ἐραστήν [[ἰδεῖν]] Πλούτ. 2. 766D˙ - μεταφορ., [[σωτηρία]] παρέκυψε, ἐλπὶς σωτηρίας ἐπεφάνη ὀλίγον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202˙ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[κύπτω]] ἔξω καὶ [[βλέπω]], π. τις [[ἄνεμος]] πνεῖ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 16. - Παθ., θυρίδες παρακυπτόμεναι, πιθ., ἀφ’ ὧν βλέπει τις πρὸς τὰ ἔξω, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Στ΄, 4). 3)ἐπὶ προσώπων εὑρισκομένων ἐκτὸς τόπου τινός, [[κύπτω]] καὶ [[βλέπω]] [[ἐντός]], κατ’ [[ἄντρον]] παρκύπτοισα Θεόκρ. 3. 7 παρέκυψεν εἰς τὸμνημεῖον Εὐαγγ. κ. Ἰω. κ΄, 11˙ παρακύψας βλέπει [[αὐτόθι]] 5, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 12˙ ὁ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον Ἐπιστ. Ἰακώβου α΄, 25˙ π. εἰς τὰ ὑμέτερα Λουκ. Ἁλ. 30, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 12.
|lstext='''παρακύπτω''': ποιητ. παρκύπτω, [[κύπτω]] πλαγίως, ἑπὶ ταῆς στάσεως φαύλου κιθαρωδοῦ ἢ αὐλητοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 16. ΙΙ. [[κύπτω]] [[ὅπως]] προβλέψω, ἐπομένως, 1) [[βλέπω]] πλαγίως προς τι, [[ῥίπτω]] πλάγια βλέμματα, ἀμελῶς [[βλέπω]] πρόςτι, παρακύψαντα ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον Δημ. 46. 27. 2) θεωρῶ κρυφίως ἐκ θύρας ἢ παραθύρου, ὡς ταὸ τοῦ Ὁρατίου despicere, ἐκ θυρίδος Ἀριστοφ. Θεσμ. 797, πρβλ. 799, Σφ. 178˙ π. [[ὥσπερ]]˙ [[γαλῆ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 924˙ ἐπὶ κορασίωνπαρακυπτόντων [[ὅπως]] ἴδωσι τὸν ἐραστήν, ὁ αύτ. ἐν Εἰρ. 982, 985˙ π. τὸν ἐραστήν [[ἰδεῖν]] Πλούτ. 2. 766D˙ - μεταφορ., [[σωτηρία]] παρέκυψε, ἐλπὶς σωτηρίας ἐπεφάνη ὀλίγον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202˙ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[κύπτω]] ἔξω καὶ [[βλέπω]], π. τις [[ἄνεμος]] πνεῖ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 16. - Παθ., θυρίδες παρακυπτόμεναι, πιθ., ἀφ’ ὧν βλέπει τις πρὸς τὰ ἔξω, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Στ΄, 4). 3)ἐπὶ προσώπων εὑρισκομένων ἐκτὸς τόπου τινός, [[κύπτω]] καὶ [[βλέπω]] [[ἐντός]], κατ’ [[ἄντρον]] παρκύπτοισα Θεόκρ. 3. 7 παρέκυψεν εἰς τὸμνημεῖον Εὐαγγ. κ. Ἰω. κ΄, 11˙ παρακύψας βλέπει [[αὐτόθι]] 5, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 12˙ ὁ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον Ἐπιστ. Ἰακώβου α΄, 25˙ π. εἰς τὰ ὑμέτερα Λουκ. Ἁλ. 30, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 12.
}}
{{bailly
|btext=se baisser de côté, se pencher pour regarder, regarder en passant, <i>càd</i> s'occuper d'une chose à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κύπτω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR