Anonymous

παχυμερής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] ές, aus dicken od. groben Theilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] ές, aus dicken od. groben Theilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />formé de parties épaisses, gros, épais;<br /><i>Sp.</i> παχυμερέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]], [[μέρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχῠμερής''': -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν [[μέρος]], Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, [[παχυλός]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, [[παχέως]]».
|lstext='''πᾰχῠμερής''': -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν [[μέρος]], Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, [[παχυλός]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, [[παχέως]]».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />formé de parties épaisses, gros, épais;<br /><i>Sp.</i> παχυμερέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]], [[μέρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml