3,274,919
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] ὁ, der auf dem Schiffe Überzählige, der keine Dienste thut auf dem Schiffe, der bloße Passagier; [[περίνεως]] πολλοὺς συμπλεῖν, den πρόσκωποι entgeggstzt, Thuc. 1, 10; dem [[ναύτης]] entggstzt, Ael. H. A. 2, 15; vgl. Poll. 1, 95. – Ader auch adj., wie Phot. erkl. ὁ [[δεύτερος]] ἱστὸς καὶ πάντα τὰ περιττὰ τῆς νεὼς σκεύη; u. so kommt in den Inscr. (Att. Seew.) αἱ περίνεῳ, sc. κῶπαι, vor. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] ὁ, der auf dem Schiffe Überzählige, der keine Dienste thut auf dem Schiffe, der bloße Passagier; [[περίνεως]] πολλοὺς συμπλεῖν, den πρόσκωποι entgeggstzt, Thuc. 1, 10; dem [[ναύτης]] entggstzt, Ael. H. A. 2, 15; vgl. Poll. 1, 95. – Ader auch adj., wie Phot. erkl. ὁ [[δεύτερος]] ἱστὸς καὶ πάντα τὰ περιττὰ τῆς νεὼς σκεύη; u. so kommt in den Inscr. (Att. Seew.) αἱ περίνεῳ, sc. κῶπαι, vor. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ω (ὁ) :<br />passager sur un navire.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ναῦς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίνεως''': ὁ, γεν. -νεω, πληθ. ὀνομ. -νεῳ· ([[ναῦς]], Ἀττ. γεν. [[νεώς]])· - ὁ ἐν πλοίῳ [[ὑπεράριθμος]] ἢ [[περιττός]], αἱ περίνεῳ κῶπαι, αἱ ὑπεράριθμοι, Böckh. Urkund σ. 121· - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[περίνεως]]· ὁ [[δεύτερος]] ἱστὸς καὶ ... τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη», πρβλ. Φώτ.· - ἐπὶ προσώπων, [[ἐπιβάτης]] [[ἁπλοῦς]], τὸ αὐτὸ καὶ [[πλωτήρ]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρόσκωπος]], Θουκ. 1. 10· πρὸς τὸ [[ναύτης]] Αἰλ. π. Ζ. 2. 15, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Φιλόστρ. 250. - [[Κατὰ]] Φώτ. «[[περίνεως]]: τοὺς περιττοὺς καὶ ἔξω τῶν ὑπηρεσιῶν»· - ἀλλὰ παρὰ Δίωνι Κ. 49. 1, οἱ περίνεῳ, [[εἶναι]] οἱ περιττοὶ ναῦται, ἡ [[ἐφεδρεία]] αὐτῶν, καὶ παρ’ Ἀρτεμιδ. 1. 35, ὁ [[περίνεως]], φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[ἔσχατος]] τῶν ὑπαξιωματικῶν. | |lstext='''περίνεως''': ὁ, γεν. -νεω, πληθ. ὀνομ. -νεῳ· ([[ναῦς]], Ἀττ. γεν. [[νεώς]])· - ὁ ἐν πλοίῳ [[ὑπεράριθμος]] ἢ [[περιττός]], αἱ περίνεῳ κῶπαι, αἱ ὑπεράριθμοι, Böckh. Urkund σ. 121· - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[περίνεως]]· ὁ [[δεύτερος]] ἱστὸς καὶ ... τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη», πρβλ. Φώτ.· - ἐπὶ προσώπων, [[ἐπιβάτης]] [[ἁπλοῦς]], τὸ αὐτὸ καὶ [[πλωτήρ]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρόσκωπος]], Θουκ. 1. 10· πρὸς τὸ [[ναύτης]] Αἰλ. π. Ζ. 2. 15, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Φιλόστρ. 250. - [[Κατὰ]] Φώτ. «[[περίνεως]]: τοὺς περιττοὺς καὶ ἔξω τῶν ὑπηρεσιῶν»· - ἀλλὰ παρὰ Δίωνι Κ. 49. 1, οἱ περίνεῳ, [[εἶναι]] οἱ περιττοὶ ναῦται, ἡ [[ἐφεδρεία]] αὐτῶν, καὶ παρ’ Ἀρτεμιδ. 1. 35, ὁ [[περίνεως]], φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[ἔσχατος]] τῶν ὑπαξιωματικῶν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |