Anonymous

παραμυθέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] zureden, um zu ermuntern u. zu trösten, c. inf., τινί, τοῖς ἄλλοισιν ἐγὼ παραμυθησαίμην οἴκαδ' ἀποπλείειν, Il. 9, 417; 15, 45; ἄλλο τι φώνει καὶ παραμυθοῦ μ' ὅ,τι καὶ πείσεις, Aesch. Prom. 1065; θαρσεῖν οὐδὲν παραμυθοῦμαι, Soph. Ant. 926; Ar. Vesp. 115; οὐκ [[ὀλοφύρομαι]] [[μᾶλλον]] ἢ παραμυθήσομαι, Thuc. 2, 44; δεώμεθα καὶ παραμυθώμεθα, Plat. Euthyd. 288 c; πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι, Legg. II, 666 a; Xen. u. Folgde; τοὺς δυστυχοῦντας, Alcid. sophist. 675, 1; Sp. euch συμφοράς u. ä., über ein Unglück trösten, einen Schaden od. Verlust ersetzen, ein Leiden erleichtern.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] zureden, um zu ermuntern u. zu trösten, c. inf., τινί, τοῖς ἄλλοισιν ἐγὼ παραμυθησαίμην οἴκαδ' ἀποπλείειν, Il. 9, 417; 15, 45; ἄλλο τι φώνει καὶ παραμυθοῦ μ' ὅ,τι καὶ πείσεις, Aesch. Prom. 1065; θαρσεῖν οὐδὲν παραμυθοῦμαι, Soph. Ant. 926; Ar. Vesp. 115; οὐκ [[ὀλοφύρομαι]] [[μᾶλλον]] ἢ παραμυθήσομαι, Thuc. 2, 44; δεώμεθα καὶ παραμυθώμεθα, Plat. Euthyd. 288 c; πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι, Legg. II, 666 a; Xen. u. Folgde; τοὺς δυστυχοῦντας, Alcid. sophist. 675, 1; Sp. euch συμφοράς u. ä., über ein Unglück trösten, einen Schaden od. Verlust ersetzen, ein Leiden erleichtern.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>I.</b> exhorter :<br /><b>1</b> conseiller : τινα avec l'inf., à qqn de;<br /><b>2</b> encourager : τινα qqn;<br /><b>3</b> consoler, réconforter : τινα qqn;<br /><b>4</b> calmer par de bonnes paroles, acc.;<br /><b>II.</b> écarter <i>ou</i> atténuer par une explication indulgente, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[μυθέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραμῡθέομαι''': ἀποθ., παραινῶ, [[προτρέπω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετὰ δοτ. προσ. κ. ἀπαρ., τοῖς ἄλλοισιν ἔφη παραμηθήσασθαι οἴκαδ’ ἀποκλείειν Ἰλ. Ι. 417, 684, πρβλ. Ο. 45. [[μετέπειτα]], μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους [[εἶναι]] Πλάτ. Νόμ. 666Α· παραμυθοῦ με (ἐξυπακ. ποιεῖν) ὅ τι καὶ πείσεις Αἰσχύλ. Πρ. 1063
|lstext='''παραμῡθέομαι''': ἀποθ., παραινῶ, [[προτρέπω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετὰ δοτ. προσ. κ. ἀπαρ., τοῖς ἄλλοισιν ἔφη παραμηθήσασθαι οἴκαδ’ ἀποκλείειν Ἰλ. Ι. 417, 684, πρβλ. Ο. 45. [[μετέπειτα]], μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους [[εἶναι]] Πλάτ. Νόμ. 666Α· παραμυθοῦ με (ἐξυπακ. ποιεῖν) ὅ τι καὶ πείσεις Αἰσχύλ. Πρ. 1063
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>I.</b> exhorter :<br /><b>1</b> conseiller : τινα avec l'inf., à qqn de;<br /><b>2</b> encourager : τινα qqn;<br /><b>3</b> consoler, réconforter : τινα qqn;<br /><b>4</b> calmer par de bonnes paroles, acc.;<br /><b>II.</b> écarter <i>ou</i> atténuer par une explication indulgente, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[μυθέομαι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR