Anonymous

περίζωμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] τό, das, womit man sich umgürtet, Gurt, auch Schurzfell, Schürze, wie sie die Schmiede, Köche, Gastwirthe hatten, Ath. VII, 290; Arr. Ep. 4, 8; Plut. reipubl. ger. praec. 28. Bei Pol. 6, 25, 3 ist ἐν περιζώμασιν ἐκινδύνευον ein bloßer Gurt, ohne schwere Rüstung, Ggstz ἐν θώραξι, vgl. 2, 9, 3; Plut. Aemil. P. 33. – Ἀσκεῖν ἐκ περιζώματος oder [[περίζωμα]] ἔχοντα, auf handwerksmäßige, gemeine Weise oder oberflächlich üben, treiben; neben παρέργως, Hegesipp. bei Ath. a. a. O. (v. 7); D. Hal. de Din. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] τό, das, womit man sich umgürtet, Gurt, auch Schurzfell, Schürze, wie sie die Schmiede, Köche, Gastwirthe hatten, Ath. VII, 290; Arr. Ep. 4, 8; Plut. reipubl. ger. praec. 28. Bei Pol. 6, 25, 3 ist ἐν περιζώμασιν ἐκινδύνευον ein bloßer Gurt, ohne schwere Rüstung, Ggstz ἐν θώραξι, vgl. 2, 9, 3; Plut. Aemil. P. 33. – Ἀσκεῖν ἐκ περιζώματος oder [[περίζωμα]] ἔχοντα, auf handwerksmäßige, gemeine Weise oder oberflächlich üben, treiben; neben παρέργως, Hegesipp. bei Ath. a. a. O. (v. 7); D. Hal. de Din. 1.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet dont on se ceint :<br /><b>1</b> ceinture;<br /><b>2</b> tablier.<br />'''Étymologie:''' [[περιζώννυμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίζωμα''': τό, τὸ [[πέριξ]] τινὸς ἐζωσμένον, [[ζώνη]] περὶ τὴν ὀσφύν τινος ἢ «ποδιά», ὡς τὸ [[διάζωμα]] Ι. 1, Πλουτ. Ρωμ. 21, Πολυδ. Ζ΄, 65, κτλ.· ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Παυσ. 1. 44, 1· οἱ θύοντες ἱερεῖς, Πλουτ. Αἰμίλ. 33· οἱ σιδηρουργοί, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 16· οἱ μάγειροι (ἴδε [[περιζώννυμαι]])· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐσχηματίσθησαν πολλαὶ παροιμιώδεις φράσεις, ἔχω π., φορῶ ποδιάν, ἐπὶ τοῦ μαγείρου, ἔχων [[περίζωμα]] Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 7· οἱ λόγοι σου περιζώματος ὄζουσιν Πλούτ. 2. 182D, [[ἔνθα]] ἴδε Wytt.· ἀσκῶ ἐκ περιζώματος, ἀσκῶ τέχνην τινὰ φορῶν τὸ [[περίζωμα]], δηλ. [[ἁπλῶς]] τὸ ἐξωτερικὸν [[σημεῖον]] τῆς τέχνης ἔχω, ἀσκῶ αὐτὴν ἐπιπολαίως, Διον. Ἁλ. Δείναρχος 1· ― ἐπὶ στρατιωτῶν, τὰ ὑπὸ τὴν πανοπλίαν φορούμενα ἐνδύματα, ἐν περιζώμασιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν θώραξι, Πολύβ. 6. 25, 3.
|lstext='''περίζωμα''': τό, τὸ [[πέριξ]] τινὸς ἐζωσμένον, [[ζώνη]] περὶ τὴν ὀσφύν τινος ἢ «ποδιά», ὡς τὸ [[διάζωμα]] Ι. 1, Πλουτ. Ρωμ. 21, Πολυδ. Ζ΄, 65, κτλ.· ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Παυσ. 1. 44, 1· οἱ θύοντες ἱερεῖς, Πλουτ. Αἰμίλ. 33· οἱ σιδηρουργοί, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 16· οἱ μάγειροι (ἴδε [[περιζώννυμαι]])· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐσχηματίσθησαν πολλαὶ παροιμιώδεις φράσεις, ἔχω π., φορῶ ποδιάν, ἐπὶ τοῦ μαγείρου, ἔχων [[περίζωμα]] Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 7· οἱ λόγοι σου περιζώματος ὄζουσιν Πλούτ. 2. 182D, [[ἔνθα]] ἴδε Wytt.· ἀσκῶ ἐκ περιζώματος, ἀσκῶ τέχνην τινὰ φορῶν τὸ [[περίζωμα]], δηλ. [[ἁπλῶς]] τὸ ἐξωτερικὸν [[σημεῖον]] τῆς τέχνης ἔχω, ἀσκῶ αὐτὴν ἐπιπολαίως, Διον. Ἁλ. Δείναρχος 1· ― ἐπὶ στρατιωτῶν, τὰ ὑπὸ τὴν πανοπλίαν φορούμενα ἐνδύματα, ἐν περιζώμασιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν θώραξι, Πολύβ. 6. 25, 3.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet dont on se ceint :<br /><b>1</b> ceinture;<br /><b>2</b> tablier.<br />'''Étymologie:''' [[περιζώννυμαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml