Anonymous

περιαιρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0568.png Seite 568]] (s. [[αἱρέω]]), etwas Rundherumgehendes weg- oder abnehmen, [[σφέων]] τὸ [[τεῖχος]] περιεῖλε, er riß die Mauern ringsum nieder, Her. 3, 154. 6, 46; vgl. Thuc. 4, 133; Lys. 13, 14 u. Sp., wie Pol. 19, 1, 1; ὅπλα τινός, Einem die Waffen abnehmen, ihn entwaffnen, u. übertr., περιελῶ σ' ἀλαζονείας, Ar. Equ. 290; δέρματα σωμάτων, Plat. Polit. 288 e; [[αὐτοῦ]] τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες, Soph. 264 e; περιαιρετέον, Arist. oec. 2, 1. – Med. Etwas von sich abnehmen, ablegen, σφρηγῖδα, einen Ring abziehen, Her. 3, 41; auch wie das act., [[βιβλίον]] ἓν ἕκαστον περιαιρεόμενος, 3, 128, einen jeden Brief von allen Seiten lösend, ihn entsiegelnd; περιαιρούμενον τὰς ταινίας, Plat. Conv. 213 a, u. öfter; περιαιρεῖσθαί τινος τὰ ὅπλα, Xen. Cyr. 8, 1, 47. – Pass., περιῃρημένων τοσούτων κακῶν, Plat. Phaedr. 231 b; περιῄρηνται τοὺς στεφάνους, Dem. 26, 5, wie περιαιρεθεὶς τὰ [[ὄντα]], wenn ihm sein Hab und Gut genommen ist, 21, 138; Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0568.png Seite 568]] (s. [[αἱρέω]]), etwas Rundherumgehendes weg- oder abnehmen, [[σφέων]] τὸ [[τεῖχος]] περιεῖλε, er riß die Mauern ringsum nieder, Her. 3, 154. 6, 46; vgl. Thuc. 4, 133; Lys. 13, 14 u. Sp., wie Pol. 19, 1, 1; ὅπλα τινός, Einem die Waffen abnehmen, ihn entwaffnen, u. übertr., περιελῶ σ' ἀλαζονείας, Ar. Equ. 290; δέρματα σωμάτων, Plat. Polit. 288 e; [[αὐτοῦ]] τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες, Soph. 264 e; περιαιρετέον, Arist. oec. 2, 1. – Med. Etwas von sich abnehmen, ablegen, σφρηγῖδα, einen Ring abziehen, Her. 3, 41; auch wie das act., [[βιβλίον]] ἓν ἕκαστον περιαιρεόμενος, 3, 128, einen jeden Brief von allen Seiten lösend, ihn entsiegelnd; περιαιρούμενον τὰς ταινίας, Plat. Conv. 213 a, u. öfter; περιαιρεῖσθαί τινος τὰ ὅπλα, Xen. Cyr. 8, 1, 47. – Pass., περιῃρημένων τοσούτων κακῶν, Plat. Phaedr. 231 b; περιῄρηνται τοὺς στεφάνους, Dem. 26, 5, wie περιαιρεθεὶς τὰ [[ὄντα]], wenn ihm sein Hab und Gut genommen ist, 21, 138; Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περιαιρήσω, <i>ao.2</i> περιεῖλον;<br />enlever autour, <i>d'où</i><br /><b>1</b> retirer qch qui enveloppe ; <i>Pass.</i> περιῃρημένοι χρήματα DÉM dépouillés de leurs ressources;<br /><b>2</b> enlever qch qui entoure : τείχη HDT renverser <i>ou</i> raser des murs tout autour ; <i>fig.</i> faire disparaître, supprimer, abroger, acc.;<br /><b>3</b> réfuter successivement, à tour de rôle, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιαιρέομαι]], [[περιαιροῦμαι]];<br /><b>1</b> ôter d'autour (de son doigt, de sa tête, de son corps, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>2</b> ôter tout autour pour soi : [[βιβλίον]] HDT défaire les cordons qui entourent une lettre, <i>càd</i> ouvrir ; <i>p. suite</i> τινός [[τι]] dépouiller qqn <i>ou</i> qch de qch qui entoure.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[αἱρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιαιρέω''': ἀόρ. περιεῖλον, ἀπαρ. περιελεῖν. Ἀφαιρῶ τι περιβάλλον ἕτερον, ἀφαιρῶ ἐξωτερικόν τι [[περίβλημα]], ἀφαιρῶ· μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τὰ τείχη Ἡρόδ. 3. 159, πρβλ. 6. 46, Θουκ. 1. 108., 4. 51, 133· πλήσας γὲ τὸ [[ἄγγος]] περιαιρέει τὸν κέραμον, ἀφαιρεῖ τὸ πήλινον [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ὁ χρυσὸς τακεῖς ἐχύθη, Ἡρόδ. 3. 96· π. τὸν χιτῶνα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4· π. δέρματα σωμάτων Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· [[αὐτοῦ]] τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 264Ε· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], ἀφαιρῶ, «παίρνω» τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν Ξεν. Κύρ. 2. 1. 21, κτλ. - Μέσ., ἀφαιρῶ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], περ. τῆν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, ἀφαιρῶ τὴν περικεφαλαίαν μου, τὴν σφραγῖδά μου, Ἡρόδ. 2. 151., 3. 41· τὰς ταινίας Πλάτ. Συμπ. 213Α· οὕτω, [[βιβλίον]] περιαιρεόμενος, ἀφαιρῶν τὸ [[κάλυμμα]] τῆς ἐπιστολῆς, δηλ. ἀνοίγων τὴν ἐπιστολήν, Ἡρόδ. 3. 128· π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας [[αὐτοῦ]] Λυκοῦργ. 152. 24· - ἀλλὰ τὸ [[μέσον]] κεῖται [[συχνάκις]] ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ἀφαιρῶ, τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα Ξεν. Κύρ. 8. 1. 47· εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως τὀ [[μέλος]] Πλάτ. Γοργ. 502C· τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται Δημ. 409. 18· ἁπάντων .. ἐλευθερίαν περιείλετο ὁ αὐτ. 246. 23, κτλ. - Παθ., ἀφαιροῦμαι, τοὐπίβλημ’ [[ἐπεὶ]] περιῃρέθη Νικόστρ ἐν «Κλίνῃ» 1, 3· τοῦ ἄλλου περιῃρημένου, ὅτε τὸ ὑπόλοιπον ἀφηρέθη, Θουκ. 3. 11· περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 231Β. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπογυμνοῦμαι ἀπό τινος, ἀποστεροῦμαί τινος, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους Δημ. 37. 4· περιαιρεθεὶς τὰ [[ὄντα]] ὁ αὐτ. 559. 29 τοὺς στεφάνους περιῄρηνται ὁ αὐτ. 802. 5. - Περὶ τοῦ: περιελῶ σ’ ἀλαζονείας ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 290, ἴδε ἐν λέξ. [[περιελαύνω]].
|lstext='''περιαιρέω''': ἀόρ. περιεῖλον, ἀπαρ. περιελεῖν. Ἀφαιρῶ τι περιβάλλον ἕτερον, ἀφαιρῶ ἐξωτερικόν τι [[περίβλημα]], ἀφαιρῶ· μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τὰ τείχη Ἡρόδ. 3. 159, πρβλ. 6. 46, Θουκ. 1. 108., 4. 51, 133· πλήσας γὲ τὸ [[ἄγγος]] περιαιρέει τὸν κέραμον, ἀφαιρεῖ τὸ πήλινον [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ὁ χρυσὸς τακεῖς ἐχύθη, Ἡρόδ. 3. 96· π. τὸν χιτῶνα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4· π. δέρματα σωμάτων Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· [[αὐτοῦ]] τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 264Ε· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], ἀφαιρῶ, «παίρνω» τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν Ξεν. Κύρ. 2. 1. 21, κτλ. - Μέσ., ἀφαιρῶ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], περ. τῆν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, ἀφαιρῶ τὴν περικεφαλαίαν μου, τὴν σφραγῖδά μου, Ἡρόδ. 2. 151., 3. 41· τὰς ταινίας Πλάτ. Συμπ. 213Α· οὕτω, [[βιβλίον]] περιαιρεόμενος, ἀφαιρῶν τὸ [[κάλυμμα]] τῆς ἐπιστολῆς, δηλ. ἀνοίγων τὴν ἐπιστολήν, Ἡρόδ. 3. 128· π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας [[αὐτοῦ]] Λυκοῦργ. 152. 24· - ἀλλὰ τὸ [[μέσον]] κεῖται [[συχνάκις]] ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ἀφαιρῶ, τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα Ξεν. Κύρ. 8. 1. 47· εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως τὀ [[μέλος]] Πλάτ. Γοργ. 502C· τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται Δημ. 409. 18· ἁπάντων .. ἐλευθερίαν περιείλετο ὁ αὐτ. 246. 23, κτλ. - Παθ., ἀφαιροῦμαι, τοὐπίβλημ’ [[ἐπεὶ]] περιῃρέθη Νικόστρ ἐν «Κλίνῃ» 1, 3· τοῦ ἄλλου περιῃρημένου, ὅτε τὸ ὑπόλοιπον ἀφηρέθη, Θουκ. 3. 11· περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 231Β. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπογυμνοῦμαι ἀπό τινος, ἀποστεροῦμαί τινος, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους Δημ. 37. 4· περιαιρεθεὶς τὰ [[ὄντα]] ὁ αὐτ. 559. 29 τοὺς στεφάνους περιῄρηνται ὁ αὐτ. 802. 5. - Περὶ τοῦ: περιελῶ σ’ ἀλαζονείας ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 290, ἴδε ἐν λέξ. [[περιελαύνω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περιαιρήσω, <i>ao.2</i> περιεῖλον;<br />enlever autour, <i>d'où</i><br /><b>1</b> retirer qch qui enveloppe ; <i>Pass.</i> περιῃρημένοι χρήματα DÉM dépouillés de leurs ressources;<br /><b>2</b> enlever qch qui entoure : τείχη HDT renverser <i>ou</i> raser des murs tout autour ; <i>fig.</i> faire disparaître, supprimer, abroger, acc.;<br /><b>3</b> réfuter successivement, à tour de rôle, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιαιρέομαι]], [[περιαιροῦμαι]];<br /><b>1</b> ôter d'autour (de son doigt, de sa tête, de son corps, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>2</b> ôter tout autour pour soi : [[βιβλίον]] HDT défaire les cordons qui entourent une lettre, <i>càd</i> ouvrir ; <i>p. suite</i> τινός [[τι]] dépouiller qqn <i>ou</i> qch de qch qui entoure.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[αἱρέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR