Anonymous

περιημεκτέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] (das simplex kommt nicht vor, wahrscheinlich hängt es mit [[αἷμα]], [[αἱμάσσω]] zusammen und drückt den heftigen Schmerz einer Wunde aus, vgl. [[ἡμωδία]], ἡμωδιάω), eigtl. heftigen Schmerz empfinden, betrübt, unwillig sein oder werden; τῇ συμφορῇ, über das Unglück, Her. 1, 44; τῇ δουλοσύνῃ, 1, 164, öfter; u. absolut, 1, 114; u. c. gen., 8, 109; οὗτοι γὰρ [[μάλιστα]] ἐκπεφευγότων περιημέκτεον, sie waren am meisten darüber unwillig, daß jene entflohen waren; die VLL. erkl. ἀγανακτεῖν, ἀνιᾶσθαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] (das simplex kommt nicht vor, wahrscheinlich hängt es mit [[αἷμα]], [[αἱμάσσω]] zusammen und drückt den heftigen Schmerz einer Wunde aus, vgl. [[ἡμωδία]], ἡμωδιάω), eigtl. heftigen Schmerz empfinden, betrübt, unwillig sein oder werden; τῇ συμφορῇ, über das Unglück, Her. 1, 44; τῇ δουλοσύνῃ, 1, 164, öfter; u. absolut, 1, 114; u. c. gen., 8, 109; οὗτοι γὰρ [[μάλιστα]] ἐκπεφευγότων περιημέκτεον, sie waren am meisten darüber unwillig, daß jene entflohen waren; die VLL. erkl. ἀγανακτεῖν, ἀνιᾶσθαι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être mécontent : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἡμεκτέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιημεκτέω''': [[κυρίως]], [[αἰσθάνομαι]] σφοδρὸν πόνον, ἀνιῶμαι [[μεγάλως]], δυσφορῶ, ἀγανακτῶ, τινί, διά τι [[πρᾶγμα]], ὡς τῇ συμφορῇ, τῇ δουλοσύνῃ, τῇ ἀπάτῃ, κτλ., Ἡρόδ. 1.44, 164., 4.154· ἀλλὰ μετὰ γεν. προσ., ἀγανακτῶ, δυσαρεστοῦμαι [[πρός]] τινα, κατά τινος, 8.109· ἀπολ., 1.114. (Τὸ ἁπλοῦν -ημεκτέω ἀπαντᾷ μόνον ἐν νόθῳ τινὶ γλωσσ. τοῦ Ἡσυχ., ἴδε Schmidt. Ἡ [[κατάληξις]] δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὴν τοῦ πλέονεκτέω καὶ ἀγανακτέω, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς συλλαβῆς -ημ δὲν ἔχει ἀνακαλυφθῆ).
|lstext='''περιημεκτέω''': [[κυρίως]], [[αἰσθάνομαι]] σφοδρὸν πόνον, ἀνιῶμαι [[μεγάλως]], δυσφορῶ, ἀγανακτῶ, τινί, διά τι [[πρᾶγμα]], ὡς τῇ συμφορῇ, τῇ δουλοσύνῃ, τῇ ἀπάτῃ, κτλ., Ἡρόδ. 1.44, 164., 4.154· ἀλλὰ μετὰ γεν. προσ., ἀγανακτῶ, δυσαρεστοῦμαι [[πρός]] τινα, κατά τινος, 8.109· ἀπολ., 1.114. (Τὸ ἁπλοῦν -ημεκτέω ἀπαντᾷ μόνον ἐν νόθῳ τινὶ γλωσσ. τοῦ Ἡσυχ., ἴδε Schmidt. Ἡ [[κατάληξις]] δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὴν τοῦ πλέονεκτέω καὶ ἀγανακτέω, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς συλλαβῆς -ημ δὲν ἔχει ἀνακαλυφθῆ).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être mécontent : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἡμεκτέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm