Anonymous

πεντεσύριγγος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0558.png Seite 558]] = [[πεντασύριγγος]]; [[ξύλον]], Ar. Equ. 1044, ein Strafwerkzeug von Holz mit fünf Löchern, durch welche nach dem Schol. die beiden Füße, die Arme u. der Hals gesteckt wurden; Polyeuct. bei Arist. rhet. 3, 10 [[νόσος]] [[πεντεσύριγγος]], von einem paralytischen Menschen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0558.png Seite 558]] = [[πεντασύριγγος]]; [[ξύλον]], Ar. Equ. 1044, ein Strafwerkzeug von Holz mit fünf Löchern, durch welche nach dem Schol. die beiden Füße, die Arme u. der Hals gesteckt wurden; Polyeuct. bei Arist. rhet. 3, 10 [[νόσος]] [[πεντεσύριγγος]], von einem paralytischen Menschen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον ([[ξύλον]]) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; <i>fig.</i> qui immobilise <i>ou</i> paralyse les membres.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], σύριγξ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντεσύριγγος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀπάς, [[ξύλον]] π., [[εἶδος]] ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος [[πέντε]] ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ [[κεφαλή]], αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 72· καλούμενον π. [[νόσος]] ὑπὸ τοῦ Πολυεύκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]· [[πέντε]] ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ [[δεσμωτήριον]]· τέσσαρας μὲν εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δὲ δι’ ἧς ὁ [[τράχηλος]]».
|lstext='''πεντεσύριγγος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀπάς, [[ξύλον]] π., [[εἶδος]] ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος [[πέντε]] ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ [[κεφαλή]], αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 72· καλούμενον π. [[νόσος]] ὑπὸ τοῦ Πολυεύκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]· [[πέντε]] ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ [[δεσμωτήριον]]· τέσσαρας μὲν εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δὲ δι’ ἧς ὁ [[τράχηλος]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον ([[ξύλον]]) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; <i>fig.</i> qui immobilise <i>ou</i> paralyse les membres.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], σύριγξ.
}}
}}
{{grml
{{grml