Anonymous

περισχίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] rings herum spalten, schlitzen, zerreißen; ἐσθ ῆτα, Plut. Cic. 36; τινά, Einem die Kleider abreißen, Arr. ep. 1, 25; vgl. Arist. H. A. 5, 18. – Aber περισχίζεσθαι χῶρον, von einem Flusse, sich um eine Gegend her theilen und sie von beiden Seiten umfließen, Her. 9, 51; vgl. Pol. 3, 42, 7; περισχισθεὶς ὁ [[ῥοῦς]] περὶ τὴν πόλιν, 4, 43, 7; – u. so von Menschen, ἐν κόσμῳ περιεσχίζοντο [[ἔνθεν]] καὶ [[ἔνθεν]], Plat. Prot. 315 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] rings herum spalten, schlitzen, zerreißen; ἐσθ ῆτα, Plut. Cic. 36; τινά, Einem die Kleider abreißen, Arr. ep. 1, 25; vgl. Arist. H. A. 5, 18. – Aber περισχίζεσθαι χῶρον, von einem Flusse, sich um eine Gegend her theilen und sie von beiden Seiten umfließen, Her. 9, 51; vgl. Pol. 3, 42, 7; περισχισθεὶς ὁ [[ῥοῦς]] περὶ τὴν πόλιν, 4, 43, 7; – u. so von Menschen, ἐν κόσμῳ περιεσχίζοντο [[ἔνθεν]] καὶ [[ἔνθεν]], Plat. Prot. 315 b.
}}
{{bailly
|btext=fendre <i>ou</i> déchirer tout autour : ἐσθῆτα PLUT un vêtement;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισχίζομαι se séparer, se diviser : χῶρον HDT autour d'un pays, d'un territoire <i>en parl. d'un fleuve qui se divise en deux bras ; p. ext.</i> se séparer, se partager.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σχίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περισχίζω''': μέλλ. -ίσω, [[σχίζω]] ὁλόγυρα, [[διασχίζω]], ἐσθῆτα Πλουτ. Κικ. 36, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 1· π. τὰ ᾠά, [[θραύω]] καὶ ἀνοίγω, [[διαρρήγνυμι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 8. ― Παθητ., περισχιζομένην τῷ μετώπῳ (κόμην), χωριζομένην ἐν τῷ μετώπῳ, Πολυδ. Β΄, 25. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ποταμοῦ, περισχίζομαι τὸν χῶρον, διασχίζομαι εἰς δύο καὶ [[περιβάλλω]] [[μέρος]] τι, ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον, τὸν δὴ Ἀσωπὶς Ὠερόη περισχίζεται ῥέουσα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος κτλ. Ἡρόδ. 9. 51· οὕτω, π. περὶ τὸ [[χωρίον]] Πολύβ. 3. 42, 7, κτλ.· πρβλ. [[περιρρήγνυμι]] ΙΙ· ― [[οὕτως]] ἀπολ., ἐπὶ πληθύος ἀνθρώπων, διαχωρίζομαι καὶ [[ὑπάγω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, περιεσχίζοντο [[ἔνθεν]] καὶ [[ἔνθεν]] Πλάτ. Πρωταγ. 315Β· ἐπὶ φωτός, αὐγὴ [[πολλαχοῦ]] π. Πλούτ. 2. 407Ε· ἐπὶ ἤχου, Πολυδ. Β΄, 116· ἐπὶ φροντίδος, καὶ φροντὶς αὐτῆς οὐ περισχίζεται, οὐ περισπᾶται εἰς ἄλλα, Κλήμ. Ἀλ. 236. ΙΙΙ. ἀπογυμνώνω τῶν ἐνδυμάτων πάντων, τινὰ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 25, 30· πρβλ. [[περιρρήγνυμι]].
|lstext='''περισχίζω''': μέλλ. -ίσω, [[σχίζω]] ὁλόγυρα, [[διασχίζω]], ἐσθῆτα Πλουτ. Κικ. 36, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 1· π. τὰ ᾠά, [[θραύω]] καὶ ἀνοίγω, [[διαρρήγνυμι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 8. ― Παθητ., περισχιζομένην τῷ μετώπῳ (κόμην), χωριζομένην ἐν τῷ μετώπῳ, Πολυδ. Β΄, 25. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ποταμοῦ, περισχίζομαι τὸν χῶρον, διασχίζομαι εἰς δύο καὶ [[περιβάλλω]] [[μέρος]] τι, ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον, τὸν δὴ Ἀσωπὶς Ὠερόη περισχίζεται ῥέουσα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος κτλ. Ἡρόδ. 9. 51· οὕτω, π. περὶ τὸ [[χωρίον]] Πολύβ. 3. 42, 7, κτλ.· πρβλ. [[περιρρήγνυμι]] ΙΙ· ― [[οὕτως]] ἀπολ., ἐπὶ πληθύος ἀνθρώπων, διαχωρίζομαι καὶ [[ὑπάγω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, περιεσχίζοντο [[ἔνθεν]] καὶ [[ἔνθεν]] Πλάτ. Πρωταγ. 315Β· ἐπὶ φωτός, αὐγὴ [[πολλαχοῦ]] π. Πλούτ. 2. 407Ε· ἐπὶ ἤχου, Πολυδ. Β΄, 116· ἐπὶ φροντίδος, καὶ φροντὶς αὐτῆς οὐ περισχίζεται, οὐ περισπᾶται εἰς ἄλλα, Κλήμ. Ἀλ. 236. ΙΙΙ. ἀπογυμνώνω τῶν ἐνδυμάτων πάντων, τινὰ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 25, 30· πρβλ. [[περιρρήγνυμι]].
}}
{{bailly
|btext=fendre <i>ou</i> déchirer tout autour : ἐσθῆτα PLUT un vêtement;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισχίζομαι se séparer, se diviser : χῶρον HDT autour d'un pays, d'un territoire <i>en parl. d'un fleuve qui se divise en deux bras ; p. ext.</i> se séparer, se partager.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σχίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml