Anonymous

περιστερά: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0594.png Seite 594]] ἡ, die Taube (das Männchen [[περιστερός]]); Ar. Lys. 755; Her. 1, 138; Plat. Theaet. 198 d u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0594.png Seite 594]] ἡ, die Taube (das Männchen [[περιστερός]]); Ar. Lys. 755; Her. 1, 138; Plat. Theaet. 198 d u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />colombe, pigeon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιστερός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιστερά''': ἡ, ἡ κοινὴ [[περιστερά]], κοινῶς «περιστέρι», Ἡρόδ. 1. 138, Σοφ., κλ.· διακρίνονται ταύτης ἡ φάψ, [[φάττα]], [[οἰνάς]], [[τρυγών]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ὡς [[ὄνομα]] γένους, [[αὐτόθι]] 6. 4, 1· ὁ αὐτὸς λέγει, [[αὐτόθι]] 5. 13, 4, ὅτι αὕτη εὐκολώτερον ἐξημεροῦται ἢ ἡ [[πελειάς]], [[ὥστε]] πρέπει νὰ ἦτο γνωστὴ εἰς αὐτὸν ἡ περιστερὰ ἐν τῇ ἀγρίᾳ αὐτῆς καταστάσει: ― [[περιστερός]], ὁ, ἡ ἄρρην [[περιστερά]], «γοῦτος», Φερεκράτης ἐν «Γραυσὶ» 2, Ἄλεξις ἐν «Συντρέχουσιν» 2· ― τὸν τύπον τοῦτον ἀποδοκιμάζει ὁ Λουκιαν. ἐν τῷ Σολοικ. 7. ― Πρβλ. [[πέλεια]], [[πελειάς]], [[οἰνάς]], [[τρυγών]], [[φάσσα]], φάψ.
|lstext='''περιστερά''': ἡ, ἡ κοινὴ [[περιστερά]], κοινῶς «περιστέρι», Ἡρόδ. 1. 138, Σοφ., κλ.· διακρίνονται ταύτης ἡ φάψ, [[φάττα]], [[οἰνάς]], [[τρυγών]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ὡς [[ὄνομα]] γένους, [[αὐτόθι]] 6. 4, 1· ὁ αὐτὸς λέγει, [[αὐτόθι]] 5. 13, 4, ὅτι αὕτη εὐκολώτερον ἐξημεροῦται ἢ ἡ [[πελειάς]], [[ὥστε]] πρέπει νὰ ἦτο γνωστὴ εἰς αὐτὸν ἡ περιστερὰ ἐν τῇ ἀγρίᾳ αὐτῆς καταστάσει: ― [[περιστερός]], ὁ, ἡ ἄρρην [[περιστερά]], «γοῦτος», Φερεκράτης ἐν «Γραυσὶ» 2, Ἄλεξις ἐν «Συντρέχουσιν» 2· ― τὸν τύπον τοῦτον ἀποδοκιμάζει ὁ Λουκιαν. ἐν τῷ Σολοικ. 7. ― Πρβλ. [[πέλεια]], [[πελειάς]], [[οἰνάς]], [[τρυγών]], [[φάσσα]], φάψ.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />colombe, pigeon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιστερός]].
}}
}}
{{eles
{{eles