Anonymous

περιτείνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0596.png Seite 596]] (s. [[τείνω]]), umspannen, darum, darüber spannen, τὶ [[περί]] τι, Her. 4, 73; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, Plat. Tim. 66 b; ὑμένα περιτείνουσι τῷ κόσμῳ, Plut. plac. phil. 2, 7; – nach allen Seiten oder sehr ausspannen und eine Geschwulst verursachen, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0596.png Seite 596]] (s. [[τείνω]]), umspannen, darum, darüber spannen, τὶ [[περί]] τι, Her. 4, 73; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, Plat. Tim. 66 b; ὑμένα περιτείνουσι τῷ κόσμῳ, Plut. plac. phil. 2, 7; – nach allen Seiten oder sehr ausspannen und eine Geschwulst verursachen, Medic.
}}
{{bailly
|btext=<i>Pass. ao.</i> περιετάθην, <i>pf.</i> περιτέταμαι;<br />tendre tout autour, acc. ; [[τι]] [[περί]] [[τι]] <i>ou</i> [[τί]] τινι tendre une chose autour d'une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιτείνω''': [[τανύω]] καὶ ἁπλώνω τι ὁλόγυρα [[ἐπάνω]] εἴς τι, περιτείνουσι τούτοισι (δηλ. τοῖς νομεῦσι) διφθέρας, τανύουσι περὶ αὐτούς, [[ἔξωθεν]] δέρματα (νομεῖς δὲ [[εἶναι]] αἱ πλευραὶ πλοίου), Ἡρόδ. 1. 194· ὠμοβοέην περιτείνει 4. 65· περὶ [[ταῦτα]] (δηλ. τὰ ξύλα) πίλους... π. [[αὐτόθι]] 73. ― Παθ., δέρμα περιτεταμένον, ἰσχυρῶς ἐκτεταμένον, «τεντωμένον», Ἱππ. Προγν. 36, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 9, κ. ἀλλ.,· νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, ἐκταθείσης εἰς τὸν ἀέρα.., Πλάτ. Τίμ. 66Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6 καὶ 18· [[ὡσαύτως]], ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη, ἔχουσα [[περικάλυμμα]] ἐκ δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 456· ἡ [[κοιλία]] περιτείνεται, τεντώνεται, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27.
|lstext='''περιτείνω''': [[τανύω]] καὶ ἁπλώνω τι ὁλόγυρα [[ἐπάνω]] εἴς τι, περιτείνουσι τούτοισι (δηλ. τοῖς νομεῦσι) διφθέρας, τανύουσι περὶ αὐτούς, [[ἔξωθεν]] δέρματα (νομεῖς δὲ [[εἶναι]] αἱ πλευραὶ πλοίου), Ἡρόδ. 1. 194· ὠμοβοέην περιτείνει 4. 65· περὶ [[ταῦτα]] (δηλ. τὰ ξύλα) πίλους... π. [[αὐτόθι]] 73. ― Παθ., δέρμα περιτεταμένον, ἰσχυρῶς ἐκτεταμένον, «τεντωμένον», Ἱππ. Προγν. 36, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 9, κ. ἀλλ.,· νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, ἐκταθείσης εἰς τὸν ἀέρα.., Πλάτ. Τίμ. 66Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6 καὶ 18· [[ὡσαύτως]], ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη, ἔχουσα [[περικάλυμμα]] ἐκ δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 456· ἡ [[κοιλία]] περιτείνεται, τεντώνεται, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27.
}}
{{bailly
|btext=<i>Pass. ao.</i> περιετάθην, <i>pf.</i> περιτέταμαι;<br />tendre tout autour, acc. ; [[τι]] [[περί]] [[τι]] <i>ou</i> [[τί]] τινι tendre une chose autour d'une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τείνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml