3,251,361
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] auch 3 Endgn, = [[πάραλος]], τὰν παραλίαν ψάμμον, Aesch. Prom. 573; ὄρνιθες, Soph. Ai. 1044; οἱ παράλιοι, Plut. sol. an. 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] auch 3 Endgn, = [[πάραλος]], τὰν παραλίαν ψάμμον, Aesch. Prom. 573; ὄρνιθες, Soph. Ai. 1044; οἱ παράλιοι, Plut. sol. an. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> <b>1</b> situé près de la mer, maritime;<br /><b>2</b> qui concerne la vie au bord de la mer;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> ἡ [[παραλία]] ([[χώρα]]) côte, littoral de la mer ; ἡ [[παράλιος]] le littoral de l'Attique <i>ou</i> Paralie ; ἡ [[παραλία]] [[γῆ]] <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> [[οἱ]] παράλιοι PLUT les habitants du littoral.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἅλς]]¹.<br /><i><b>Par.</b></i> ὑπεράκριοι, πεδιεῖς. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράλιος''': -α, -ον, ἤ ος, ον, (ἴδε κατωτ.), = [[πάραλος]], ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν, παραλία [[ψάμμος]] Αἰσχύλ. Πρ. 573· γῆ, [[πόλις]]· παραλία Εὐρ. Ἴων 1592, Ρῆσ. 700· ὄρνιθες παράλιοι Σοφ. Αἴ. 1065· τὰ π. τῆς Λακωνικῆς Πλούτ. 2. 213Α· π. καὶ νησιῶται [[αὐτόθι]] 965C. II. ἡ παρᾰλία, Ἰων. -ίη, (ἐξυπ. Γῆ ἢ [[χώρα]]), ἡ παραλία, ἀκτή, τῆς Θρηίκης τὴν π. Ἡρόδ. 7. 185· ἐπὶ τῆς Ἐπιδαύρου, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7. 2) ἰδίως λέγεται ἐπὶ τοῦ παραθαλασσίου διαμερίσματος ἢ τῆς ἀνατολικῆς παραλίας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ τοῦ Ὑμηττοῦ καὶ τῆς θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 81· πρβλ. Πάραλος ΙΙ· ἡ [[ἀκτὴ]] καλεῖται παραλία γῆ ἐν Θουκ. 2. 56· ἡ [[χώρα]] ἡ παραλία Συλλ. Ἐπιγρ. 178, 179· ἡ παραλία μόνον, Στράβ. 398, κλ.· [[ὡσαύτως]], ἡ [[παράλιος]] Πολύβ. 3. 39, 3, Διόδ. 3. 15., 11. 14 καὶ 60., 12. 42, κ. ἀλλ. _ Καθ’ Ἡσύχ.: «παραλία· ἡ Ἀττική. [[ἔνθεν]] καὶ ἡ [[ναῦς]] [[πάραλος]]». ΙΙΙ. οἱ Παράλιοι, = Πάραλοι, Πλούτ. 2. 805D. [Πᾱπαλία, [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1560, Διον. Π. 253]. | |lstext='''παράλιος''': -α, -ον, ἤ ος, ον, (ἴδε κατωτ.), = [[πάραλος]], ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν, παραλία [[ψάμμος]] Αἰσχύλ. Πρ. 573· γῆ, [[πόλις]]· παραλία Εὐρ. Ἴων 1592, Ρῆσ. 700· ὄρνιθες παράλιοι Σοφ. Αἴ. 1065· τὰ π. τῆς Λακωνικῆς Πλούτ. 2. 213Α· π. καὶ νησιῶται [[αὐτόθι]] 965C. II. ἡ παρᾰλία, Ἰων. -ίη, (ἐξυπ. Γῆ ἢ [[χώρα]]), ἡ παραλία, ἀκτή, τῆς Θρηίκης τὴν π. Ἡρόδ. 7. 185· ἐπὶ τῆς Ἐπιδαύρου, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7. 2) ἰδίως λέγεται ἐπὶ τοῦ παραθαλασσίου διαμερίσματος ἢ τῆς ἀνατολικῆς παραλίας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ τοῦ Ὑμηττοῦ καὶ τῆς θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 81· πρβλ. Πάραλος ΙΙ· ἡ [[ἀκτὴ]] καλεῖται παραλία γῆ ἐν Θουκ. 2. 56· ἡ [[χώρα]] ἡ παραλία Συλλ. Ἐπιγρ. 178, 179· ἡ παραλία μόνον, Στράβ. 398, κλ.· [[ὡσαύτως]], ἡ [[παράλιος]] Πολύβ. 3. 39, 3, Διόδ. 3. 15., 11. 14 καὶ 60., 12. 42, κ. ἀλλ. _ Καθ’ Ἡσύχ.: «παραλία· ἡ Ἀττική. [[ἔνθεν]] καὶ ἡ [[ναῦς]] [[πάραλος]]». ΙΙΙ. οἱ Παράλιοι, = Πάραλοι, Πλούτ. 2. 805D. [Πᾱπαλία, [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1560, Διον. Π. 253]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |