Anonymous

παρυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0529.png Seite 529]] daran weben, wirken; ἐσθὴς παρυφασμένη, Kleid mit angewebtem purpurnem Saume, D. Sic. 12, 21. – Übertr., längs den Seiten daneben ausbreiten, ὅπλα παρυφασμένα, bei Xen. Cyr. 5, 4, 48, sind Reihen von Bewaffneten, welche den unbewaffneten Haufen von allen Seiten umgeben. – Im Weben übertreffen, Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0529.png Seite 529]] daran weben, wirken; ἐσθὴς παρυφασμένη, Kleid mit angewebtem purpurnem Saume, D. Sic. 12, 21. – Übertr., längs den Seiten daneben ausbreiten, ὅπλα παρυφασμένα, bei Xen. Cyr. 5, 4, 48, sind Reihen von Bewaffneten, welche den unbewaffneten Haufen von allen Seiten umgeben. – Im Weben übertreffen, Philostr.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> brocher dans un tissu ; <i>part. pf. Pass.</i> παρυφασμένος entremêlé d'une trame de fils différents;<br /><b>2</b> broder le long de ; <i>fig.</i> border tout au long.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὑφαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρῠφαίνω''': [[ὑφαίνω]] πλησίον ἢ κατὰ [[μῆκος]] τινός, ἐσθὴς παρυφασμένη, ἔχουσα παρυφήν, Διόδ. 12. 21· ὅπλα παρυφασμένα, ὁπλῖται περιβάλλοντες [[πανταχόθεν]] ὡς παρυφὴν ἄοπλον [[πλῆθος]], ὑπὸ δὲ τῶν παρυφασμένων ὅπλων πᾶς [[ὄχλος]] δεινὸς φαίνεται Ξεν. Κύρ. 5. 4, 48, παρύφανται..τῷ στομάχῳ.. [[πόρος]], [[εἶναι]] παρυφασμένος εἰς τὸν στόμαχον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4, 4, 19, πρβλ. π. Ζ. Μ. 4. 2, 1. ΙΙ. [[ὑπερέχω]] εἰς τὸ ὑφαίνειν, ὅρα καὶ τὴν ἀράχνην ὑφαίνουσαν ἐκ γειτόνων, εἰ μὴ παρυφαίνῃ καὶ τὴν Πηνελόπην Φιλόστρ. 853.
|lstext='''παρῠφαίνω''': [[ὑφαίνω]] πλησίον ἢ κατὰ [[μῆκος]] τινός, ἐσθὴς παρυφασμένη, ἔχουσα παρυφήν, Διόδ. 12. 21· ὅπλα παρυφασμένα, ὁπλῖται περιβάλλοντες [[πανταχόθεν]] ὡς παρυφὴν ἄοπλον [[πλῆθος]], ὑπὸ δὲ τῶν παρυφασμένων ὅπλων πᾶς [[ὄχλος]] δεινὸς φαίνεται Ξεν. Κύρ. 5. 4, 48, παρύφανται..τῷ στομάχῳ.. [[πόρος]], [[εἶναι]] παρυφασμένος εἰς τὸν στόμαχον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4, 4, 19, πρβλ. π. Ζ. Μ. 4. 2, 1. ΙΙ. [[ὑπερέχω]] εἰς τὸ ὑφαίνειν, ὅρα καὶ τὴν ἀράχνην ὑφαίνουσαν ἐκ γειτόνων, εἰ μὴ παρυφαίνῃ καὶ τὴν Πηνελόπην Φιλόστρ. 853.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> brocher dans un tissu ; <i>part. pf. Pass.</i> παρυφασμένος entremêlé d'une trame de fils différents;<br /><b>2</b> broder le long de ; <i>fig.</i> border tout au long.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὑφαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml