Anonymous

πεῖνα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0544.png Seite 544]] ἡ, ion. u. ev. [[πείνη]], welche Form auch Plat. Phil. 31 e Lys. 221 a u. sonst sich findet (verwandt mit [[πένομαι]], [[πένης]]?). Hunger, [[Hungersnoth]]; Od. 15, 407; [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]], Plat. Rep. IX, 585 a; Folgde; auch übertr., heftige Begierde, μαθημάτων, Plat. Phil. 52 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0544.png Seite 544]] ἡ, ion. u. ev. [[πείνη]], welche Form auch Plat. Phil. 31 e Lys. 221 a u. sonst sich findet (verwandt mit [[πένομαι]], [[πένης]]?). Hunger, [[Hungersnoth]]; Od. 15, 407; [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]], Plat. Rep. IX, 585 a; Folgde; auch übertr., heftige Begierde, μαθημάτων, Plat. Phil. 52 a.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />faim, besoin de manger.<br />'''Étymologie:''' R. Πεν p. Σπεν, souffrir ; cf. [[πένομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεῖνα''': Ἰων. πείνη, ης, ὡς καὶ νῦν, [[πεῖνα]], [[λιμός]], πείνη δ’ οὔποτε δῆμον ἐπέρχεται Ὀδ. Ο. 407· [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] Πλάτ. Πολ. 585A· πεῖναν ... καὶ δίψαν [[αὐτόθι]] 437D· [[δίψα]] καὶ [[πεῖνα]] Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 3, 4· ἀλλ’ ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλάτωνος, πείνην καὶ [[δίψος]] Φίληβ. 34D, πρβλ. 52A· πείνη [[αὐτόθι]] 31E, Λῦσις 221A· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν 194, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 499· - πληθ., δίψαι καὶ πεῖναι Ἀριστοφ. Ρητ. 2. 12, 4. 2) μεταφορ., σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[πόθος]] πράγματός τινος, διὰ μαθημάτων πείνην Πλάτ. Φίληβ. 52A. (Kατὰ τὸ φαινόμενον ἐκ τῆς √ΠΕΝ, ἴδε [[πένομαι]].)
|lstext='''πεῖνα''': Ἰων. πείνη, ης, ὡς καὶ νῦν, [[πεῖνα]], [[λιμός]], πείνη δ’ οὔποτε δῆμον ἐπέρχεται Ὀδ. Ο. 407· [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] Πλάτ. Πολ. 585A· πεῖναν ... καὶ δίψαν [[αὐτόθι]] 437D· [[δίψα]] καὶ [[πεῖνα]] Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 3, 4· ἀλλ’ ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλάτωνος, πείνην καὶ [[δίψος]] Φίληβ. 34D, πρβλ. 52A· πείνη [[αὐτόθι]] 31E, Λῦσις 221A· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν 194, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 499· - πληθ., δίψαι καὶ πεῖναι Ἀριστοφ. Ρητ. 2. 12, 4. 2) μεταφορ., σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[πόθος]] πράγματός τινος, διὰ μαθημάτων πείνην Πλάτ. Φίληβ. 52A. (Kατὰ τὸ φαινόμενον ἐκ τῆς √ΠΕΝ, ἴδε [[πένομαι]].)
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />faim, besoin de manger.<br />'''Étymologie:''' R. Πεν p. Σπεν, souffrir ; cf. [[πένομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm