Anonymous

περισχοινίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] mit einem Stricke, Seile, [[σχοῖνος]], umgeben, umbinden, z. B. nach Poll. 8, 124 τὸ [[δικαστήριον]], [[ὁπότε]] περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ [[μηδείς]], [[ἀνεπόπτευτος]] ὤν, vgl. Dem. 25, 23, ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ [[ὅταν]] ἐν. τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται. übh. scheinen die Richter vom Volke durch ein Seil getrennt worden zu sein.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] mit einem Stricke, Seile, [[σχοῖνος]], umgeben, umbinden, z. B. nach Poll. 8, 124 τὸ [[δικαστήριον]], [[ὁπότε]] περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ [[μηδείς]], [[ἀνεπόπτευτος]] ὤν, vgl. Dem. 25, 23, ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ [[ὅταν]] ἐν. τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται. übh. scheinen die Richter vom Volke durch ein Seil getrennt worden zu sein.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> lier en entourant d'une corde;<br /><b>2</b> entourer d'une corde pour marquer une limite;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισχοινίζομαι s'enfermer dans une enceinte réservée.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σχοινίζω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περισχοινίζω''': περιδένω διὰ σχοινίου, ([[σχοῖνος]]), Κλήμ. Ἀλ. 800. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]] διὰ σχοινίου ὡς ἐν τοῖς ἐν Ἀθήναις δικαστηρίοις οἱ δικασταὶ ἐχωρίζοντο ἀπὸ τοῦ λαοῦ, «περισχοινίσαι τὸ [[δικαστήριον]], [[ὁπότε]] περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ [[μηδείς]], ἀναπόπτευτος ὢν» Πολυδ. Η΄, 141, 20, 123, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 59 ― Μέσ., ἐπὶ τῆς βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτὸν διὰ σχοινίου (τιθεμένου ἐν εἴδει φραγμοῦ), [[ὅταν]] ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται Δημ. 776. 20.
|lstext='''περισχοινίζω''': περιδένω διὰ σχοινίου, ([[σχοῖνος]]), Κλήμ. Ἀλ. 800. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]] διὰ σχοινίου ὡς ἐν τοῖς ἐν Ἀθήναις δικαστηρίοις οἱ δικασταὶ ἐχωρίζοντο ἀπὸ τοῦ λαοῦ, «περισχοινίσαι τὸ [[δικαστήριον]], [[ὁπότε]] περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ [[μηδείς]], ἀναπόπτευτος ὢν» Πολυδ. Η΄, 141, 20, 123, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 59 ― Μέσ., ἐπὶ τῆς βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτὸν διὰ σχοινίου (τιθεμένου ἐν εἴδει φραγμοῦ), [[ὅταν]] ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται Δημ. 776. 20.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> lier en entourant d'une corde;<br /><b>2</b> entourer d'une corde pour marquer une limite;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισχοινίζομαι s'enfermer dans une enceinte réservée.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σχοινίζω.
}}
}}
{{grml
{{grml