Anonymous

πλάνος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0625.png Seite 625]] 1) als adj., auch 2 Endgn, umherschweifend, Landstreicher, Taschenspieler, Gaukler u. dergl.; πλάνοι ἀστέρες, die Irr-, Wandelsterne, Ggstz ἄπλανοι, Fixsterne. – 2) als subst., ὁ πλ., das Umherirren, Umherschweifen, Soph. O. C. 1116; auch übertr. von der Krankheit, Phil. 748; u. von Gedanken, πολλὰς δ' ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις, O. R. 67; Eur. Hel. 540; κερκίδος, Ion 1491; Ar. Vesp. 873; πέπαυται τοῦ πλάνου, Plat. Phaed. 79 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0625.png Seite 625]] 1) als adj., auch 2 Endgn, umherschweifend, Landstreicher, Taschenspieler, Gaukler u. dergl.; πλάνοι ἀστέρες, die Irr-, Wandelsterne, Ggstz ἄπλανοι, Fixsterne. – 2) als subst., ὁ πλ., das Umherirren, Umherschweifen, Soph. O. C. 1116; auch übertr. von der Krankheit, Phil. 748; u. von Gedanken, πολλὰς δ' ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις, O. R. 67; Eur. Hel. 540; κερκίδος, Ion 1491; Ar. Vesp. 873; πέπαυται τοῦ πλάνου, Plat. Phaed. 79 d.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> errant;<br /><b>2</b> qui égare, qui trompe.<br />'''Étymologie:''' R. Πλαν, errer.<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />course errante ; <i>en parl. de choses</i> mouvements (d'une maladie, de la pensée, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Πλαν, errer.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάνος''': [ᾰ], -ον, 1) ἐνεργ., παραπλανῶν, παροδηγῶν, ἀπατῶν, ἐξαπατῶν, πλάνον κατέσειον ἐδωδήν, τὸ [[δέλεαρ]], Θεόκρ. 21. 43, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 702· πλάνα δῶρα, [[πλάνος]] [[ἄγρα]] Μόσχ. 1. 29., 5. 10· πνεύματα Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δϳ, 1. 2) Παθ., πλανώμενος, περιπλανώμενος, [[ἀσταθής]], ποικίλον πρᾶγμ’ ἐστὶ καὶ πλάνον [[τύχη]] Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 8· [[ἀλλά]], πλάνα φέγγη, πλανῆται, Μανέθων 4. 3. ΙΙ. [[πλάνος]], ὁ, = [[πλάνη]], [[περιπλάνησις]], Σοφ. Ο. Κ. 1114, Εὐρ. Ἄλκ. 482, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Σφ. 873, κτλ. 2) μεταφορ., φροντίδος πλάνοι, αἱ περιπλανήσεις τῶν σκέψεων, Σοφ. Ο. Τ. 67· [[ἀλλά]], πλ. φρενῶν, παραπλάνησις τῶν φρενῶν, [[παραφροσύνη]], [[μανία]], Εὐρ. Ἱππ. 283, οὕτω, πλ. τε καρδίᾳ προσίσταται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1025· πλάνοις, με ἀκανονίστους παροξυσμούς, ἐπὶ νόσου, Σοφ. Φιλ. 758, ἴδε Ellendt Lex. ἐν λ. [[ἴσως]]· ― κερκίδος πλάνοι ἐπὶ τῆς ἐν τῷ ὑφαίνειν κινήσεως, Εὐρ. Ἴων 1491. 3) [[παρεκβολή]], [[παρέκβασις]], Πλάτ. Ἐπιστ. 344D. 4) [[πλάνη]], λάθος, Κέβητ. Πίναξ 25. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[πλάνος]], ὁ, [[ἀλήτης]] ἢ [[ἀπατεών]], Νικόστρατος ἐν «Σύρῳ» 1, Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 2, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζϳ, 63 Λατ. planus, Cic. pro Cluent. 26.
|lstext='''πλάνος''': [ᾰ], -ον, 1) ἐνεργ., παραπλανῶν, παροδηγῶν, ἀπατῶν, ἐξαπατῶν, πλάνον κατέσειον ἐδωδήν, τὸ [[δέλεαρ]], Θεόκρ. 21. 43, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 702· πλάνα δῶρα, [[πλάνος]] [[ἄγρα]] Μόσχ. 1. 29., 5. 10· πνεύματα Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δϳ, 1. 2) Παθ., πλανώμενος, περιπλανώμενος, [[ἀσταθής]], ποικίλον πρᾶγμ’ ἐστὶ καὶ πλάνον [[τύχη]] Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 8· [[ἀλλά]], πλάνα φέγγη, πλανῆται, Μανέθων 4. 3. ΙΙ. [[πλάνος]], ὁ, = [[πλάνη]], [[περιπλάνησις]], Σοφ. Ο. Κ. 1114, Εὐρ. Ἄλκ. 482, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Σφ. 873, κτλ. 2) μεταφορ., φροντίδος πλάνοι, αἱ περιπλανήσεις τῶν σκέψεων, Σοφ. Ο. Τ. 67· [[ἀλλά]], πλ. φρενῶν, παραπλάνησις τῶν φρενῶν, [[παραφροσύνη]], [[μανία]], Εὐρ. Ἱππ. 283, οὕτω, πλ. τε καρδίᾳ προσίσταται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1025· πλάνοις, με ἀκανονίστους παροξυσμούς, ἐπὶ νόσου, Σοφ. Φιλ. 758, ἴδε Ellendt Lex. ἐν λ. [[ἴσως]]· ― κερκίδος πλάνοι ἐπὶ τῆς ἐν τῷ ὑφαίνειν κινήσεως, Εὐρ. Ἴων 1491. 3) [[παρεκβολή]], [[παρέκβασις]], Πλάτ. Ἐπιστ. 344D. 4) [[πλάνη]], λάθος, Κέβητ. Πίναξ 25. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[πλάνος]], ὁ, [[ἀλήτης]] ἢ [[ἀπατεών]], Νικόστρατος ἐν «Σύρῳ» 1, Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 2, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζϳ, 63 Λατ. planus, Cic. pro Cluent. 26.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> errant;<br /><b>2</b> qui égare, qui trompe.<br />'''Étymologie:''' R. Πλαν, errer.<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />course errante ; <i>en parl. de choses</i> mouvements (d'une maladie, de la pensée, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Πλαν, errer.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR