Anonymous

περιβολή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] ἡ, 1) das Umwerfen; χειρῶν περιβολὰς [[λαβεῖν]], Umarmung, Eur. I. T. 903, wie Plut. C. Graech. 15; – Umlegen, bes. eines Kleides, der Waffen u. ä., auch das, was man umwirft, Kleider, Waffen u. dgl. selbst, ἀτοίχους περιβολὰς σκηνωμάτων, Eur. Ion 1133; die Mauer, Phoen. 1085; εἰς σκοτεινὰς περιβολὰς μεθῶ [[ξίφος]], 283; περιβολῇ χωρίζοντες καὶ ὑποβολῇ, Plat. Polit. 280 b. – Uebh. der Umfang, οἰκίης, Her. 4, 79; χωρίο υ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος, Thuc. 8, 104; περιβολὴν ποιεῖσθαι, herumgehen, Xen. Cyr. 6, 3, 30; τῶν πραγμάτων, Umfang, Pol. 16, 20, 9. – Umweg, καὶ [[κύκλος]], Plut. Lucull. 21. – 2) das Trachten wonach (vgl. περιβάλλομαι), Unternehmen, τῆς ἀρχῆς, Xen. Hell. 7, 1, 40; Zweck, τοῦ λόγου, Isocr. 5, 16; einzeln bei Sp. – 3) In der Rhetorik der Schmuck, mit dem man den Gedanken umkleidet, der wohlumrundete Redesatz, circumjecta oratio, Quinctil. 4, 2, 117.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] ἡ, 1) das Umwerfen; χειρῶν περιβολὰς [[λαβεῖν]], Umarmung, Eur. I. T. 903, wie Plut. C. Graech. 15; – Umlegen, bes. eines Kleides, der Waffen u. ä., auch das, was man umwirft, Kleider, Waffen u. dgl. selbst, ἀτοίχους περιβολὰς σκηνωμάτων, Eur. Ion 1133; die Mauer, Phoen. 1085; εἰς σκοτεινὰς περιβολὰς μεθῶ [[ξίφος]], 283; περιβολῇ χωρίζοντες καὶ ὑποβολῇ, Plat. Polit. 280 b. – Uebh. der Umfang, οἰκίης, Her. 4, 79; χωρίο υ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος, Thuc. 8, 104; περιβολὴν ποιεῖσθαι, herumgehen, Xen. Cyr. 6, 3, 30; τῶν πραγμάτων, Umfang, Pol. 16, 20, 9. – Umweg, καὶ [[κύκλος]], Plut. Lucull. 21. – 2) das Trachten wonach (vgl. περιβάλλομαι), Unternehmen, τῆς ἀρχῆς, Xen. Hell. 7, 1, 40; Zweck, τοῦ λόγου, Isocr. 5, 16; einzeln bei Sp. – 3) In der Rhetorik der Schmuck, mit dem man den Gedanken umkleidet, der wohlumrundete Redesatz, circumjecta oratio, Quinctil. 4, 2, 117.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>A.</b> action de jeter autour :<br /><b>I. 1</b> <i>au propre</i> περιβολὴ [[χειρῶν]] EUR action de jeter les mains autour de qqn pour l'embrasser ; embrassement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> action d'esquisser le contour ; esquisse, exposition (d'événements) ; <i>Pass.</i> περιβολὴ λόγου ISOCR le contenu d'un discours, ce qu’il embrasse;<br /><b>II.</b> ce qu’on jette autour :<br /><b>1</b> enveloppe, <i>particul.</i> vêtement;<br /><b>2</b> enceinte, mur;<br /><b>B.</b> action d'aller autour :<br /><b>1</b> marche, autour : περιβολὴν ποιεῖσθαι XÉN faire le tour pour entourer, pour cerner ; <i>fig.</i> ἀρχῆς XÉN la recherche du pouvoir;<br /><b>2</b> courbe d'une côte;<br /><b>3</b> circuit, tour (d'une maison).<br />'''Étymologie:''' [[περιβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιβολή''': ἡ, ([[περιβάλλω]]) [[περίβλημα]], [[σκέπασμα]], [[ἔνδυμα]], Πλάτ. Πολιτ. 280Β· ἐνδυμασία, Λουκ. Ἑρμότ. 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1· ἡ καμπὴ ἢ πτυχὴ ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ― ἀκολούθως ἡ [[ἔννοια]] τροποποιεῖται κατὰ διαφόρους τρόπους ὡς ἐκ τῶν συμφραζομένων, χειρῶν περιβολαί, ἐναγκαλισμοί, Εὐρ. Ι. Τ. 903· ― οὕτω καὶ μόνον περιβολαὶ Ξεν. Κυν. 7, 3, Πλουτ. Ρωμύλ. 8· περιβολαὶ χθονός, δηλ. ὁ [[τάφος]], Εὐρ. Τρῳ. 389· π. [ξίφεος], [[θήκη]], ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 276· ἄτοιχοι π. σκηνωμάτων, σκηναί, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1133· π. σφραγισμάτων, τὰ ἐσφραγισμένα καλύμματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 864· ἀπολ., τὰ περὶ τὴν πόλιν τείχη, ἑπτάπυργοι π. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1078 ([[ἔνθα]] ἴδε Valck., 1085)· αἱ ἔκτοσθεν π. Λουκ. Ἀνάχ. 20. ΙΙ. ὁ περιβεβλημένος [[χῶρος]], [[περιοχή]], οἰκίης [[μεγάλης]] π., οἰκίας [[μεγάλης]] [[περιοχή]], Ἡρόδ. 4. 79· ― π. νοσήματος, ἡ [[ἔκτασις]] ἢ ὁ [[βαθμὸς]] [[αὐτοῦ]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αϳ, 946. 2) [[περιφέρεια]], «[[γῦρος]];», χωρίου… γωνιώδη π. ἔχοντος Θουκ. 8. 104· π. ποιοῦμαι, [[κάμνω]] γῦρον, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 30· κύκλον τινὰ καὶ π. ἔχουσα ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλ. 21. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἡ [[προσπάθεια]] [[πρός]] τι, ἐπιθυμία τινός, [[περιβολὴ τῆς ἀρχῆς]], Λατ. [[affectatio imperii]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 40. 2) ἡ π. τοῦ λόγου, ἅπασα ἡ [[ἔκτασις]] τῆς ὑποθέσεως, ἡ ὅλη [[ὑπόθεσις]], Ἰσοκρ. 85D, 284Α· ἡ [[καθόλου]] π. τῶν πραγμάτων Πολύβ. 16. 20, 9. 3) ἐν τῇ ῥητορ. τὸ [[περίβλημα]] τῶν διανοημάτων, τὸ [[ὕφος]], Ρήτορες (Walz) 3. 268, Φιλόστρ. 511· Λατ. cirumjecta oratio, Quintil. 4. 2, 117· πρβλ. [[περιβλητικός]].
|lstext='''περιβολή''': ἡ, ([[περιβάλλω]]) [[περίβλημα]], [[σκέπασμα]], [[ἔνδυμα]], Πλάτ. Πολιτ. 280Β· ἐνδυμασία, Λουκ. Ἑρμότ. 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1· ἡ καμπὴ ἢ πτυχὴ ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ― ἀκολούθως ἡ [[ἔννοια]] τροποποιεῖται κατὰ διαφόρους τρόπους ὡς ἐκ τῶν συμφραζομένων, χειρῶν περιβολαί, ἐναγκαλισμοί, Εὐρ. Ι. Τ. 903· ― οὕτω καὶ μόνον περιβολαὶ Ξεν. Κυν. 7, 3, Πλουτ. Ρωμύλ. 8· περιβολαὶ χθονός, δηλ. ὁ [[τάφος]], Εὐρ. Τρῳ. 389· π. [ξίφεος], [[θήκη]], ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 276· ἄτοιχοι π. σκηνωμάτων, σκηναί, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1133· π. σφραγισμάτων, τὰ ἐσφραγισμένα καλύμματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 864· ἀπολ., τὰ περὶ τὴν πόλιν τείχη, ἑπτάπυργοι π. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1078 ([[ἔνθα]] ἴδε Valck., 1085)· αἱ ἔκτοσθεν π. Λουκ. Ἀνάχ. 20. ΙΙ. ὁ περιβεβλημένος [[χῶρος]], [[περιοχή]], οἰκίης [[μεγάλης]] π., οἰκίας [[μεγάλης]] [[περιοχή]], Ἡρόδ. 4. 79· ― π. νοσήματος, ἡ [[ἔκτασις]] ἢ ὁ [[βαθμὸς]] [[αὐτοῦ]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αϳ, 946. 2) [[περιφέρεια]], «[[γῦρος]];», χωρίου… γωνιώδη π. ἔχοντος Θουκ. 8. 104· π. ποιοῦμαι, [[κάμνω]] γῦρον, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 30· κύκλον τινὰ καὶ π. ἔχουσα ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλ. 21. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἡ [[προσπάθεια]] [[πρός]] τι, ἐπιθυμία τινός, [[περιβολὴ τῆς ἀρχῆς]], Λατ. [[affectatio imperii]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 40. 2) ἡ π. τοῦ λόγου, ἅπασα ἡ [[ἔκτασις]] τῆς ὑποθέσεως, ἡ ὅλη [[ὑπόθεσις]], Ἰσοκρ. 85D, 284Α· ἡ [[καθόλου]] π. τῶν πραγμάτων Πολύβ. 16. 20, 9. 3) ἐν τῇ ῥητορ. τὸ [[περίβλημα]] τῶν διανοημάτων, τὸ [[ὕφος]], Ρήτορες (Walz) 3. 268, Φιλόστρ. 511· Λατ. cirumjecta oratio, Quintil. 4. 2, 117· πρβλ. [[περιβλητικός]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>A.</b> action de jeter autour :<br /><b>I. 1</b> <i>au propre</i> περιβολὴ [[χειρῶν]] EUR action de jeter les mains autour de qqn pour l'embrasser ; embrassement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> action d'esquisser le contour ; esquisse, exposition (d'événements) ; <i>Pass.</i> περιβολὴ λόγου ISOCR le contenu d'un discours, ce qu’il embrasse;<br /><b>II.</b> ce qu’on jette autour :<br /><b>1</b> enveloppe, <i>particul.</i> vêtement;<br /><b>2</b> enceinte, mur;<br /><b>B.</b> action d'aller autour :<br /><b>1</b> marche, autour : περιβολὴν ποιεῖσθαι XÉN faire le tour pour entourer, pour cerner ; <i>fig.</i> ἀρχῆς XÉN la recherche du pouvoir;<br /><b>2</b> courbe d'une côte;<br /><b>3</b> circuit, tour (d'une maison).<br />'''Étymologie:''' [[περιβάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml