Anonymous

πλυνός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "m’" to "m'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] ὁ, Grube, in der schmutzige Kleider mit Wasser getreten, gewaschen u. gereinigt wurden, Waschgrube; Il. 22, 153 Od. 6, 40. 86; nach Hesych. auch πύελοι, ἐν αἱς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον; vgl. Maneth. 6, 433, ῥυπόεντα πλυνοῖσιν εἵματα καλλύνοντες; Luc. περὶ πλυνοὺς ἐχειν, fugit. 26. – Übertr. sagt Ar. Plut. 1061 οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς, πλυνόν με ποιῶν ἐν τοσούτοις ἀνδράσι, was Poll. 7, 38 ἐξονειδίζεις, αἰσχύνεις erklärt, wie auch bei uns »Einen auswaschen«; Droysen: daß du mich zur Waschbank deiner Witze machst; vgl. Schol. Aesch. 3, 178.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] ὁ, Grube, in der schmutzige Kleider mit Wasser getreten, gewaschen u. gereinigt wurden, Waschgrube; Il. 22, 153 Od. 6, 40. 86; nach Hesych. auch πύελοι, ἐν αἱς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον; vgl. Maneth. 6, 433, ῥυπόεντα πλυνοῖσιν εἵματα καλλύνοντες; Luc. περὶ πλυνοὺς ἐχειν, fugit. 26. – Übertr. sagt Ar. Plut. 1061 οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς, πλυνόν με ποιῶν ἐν τοσούτοις ἀνδράσι, was Poll. 7, 38 ἐξονειδίζεις, αἰσχύνεις erklärt, wie auch bei uns »Einen auswaschen«; Droysen: daß du mich zur Waschbank deiner Witze machst; vgl. Schol. Aesch. 3, 178.
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[πλύνος]];<br />οῦ (ὁ) :<br />auge <i>ou</i> bassin pour laver ; <i>fig.</i> πλύνον με ποιῶν AR faisant de moi un bassin à laver, <i>càd</i> m'éclaboussant <i>ou</i> me criblant d'injures ignobles.<br />'''Étymologie:''' [[πλύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλῠνός''': ὁ, ([[πλύνω]]) [[πλυντήρ]], [[ἀγγεῖον]] ἢ [[λάκκος]] ἐν μαρμάρῳ [[ἔνθα]] ἔπλυνον ἀκάθαρτα ἐνδύματα, Ἰλ. Χ. 153, Ὀδ. Ζ. 40, 86· παρὰ μεταγεν., [[σκάφη]] ἢ [[κάδος]] πρὸς πλύσιν, Λουκ. Δραπέτ. 12, Φώτ. ΙΙ. μεταφορ., πλυνὸν ποιεῖ τινα, = [[πλύνω]] ΙΙ, Ἀριστοφ. Πλ. 1061· πλυνὸν πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Α. Β. 58· πρβλ. καταπλυντηρίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ πλυνοί· πύελοι, ἐν αἷς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον· ἢ βόθροι [[ὅπου]] πλύνουσι».
|lstext='''πλῠνός''': ὁ, ([[πλύνω]]) [[πλυντήρ]], [[ἀγγεῖον]] ἢ [[λάκκος]] ἐν μαρμάρῳ [[ἔνθα]] ἔπλυνον ἀκάθαρτα ἐνδύματα, Ἰλ. Χ. 153, Ὀδ. Ζ. 40, 86· παρὰ μεταγεν., [[σκάφη]] ἢ [[κάδος]] πρὸς πλύσιν, Λουκ. Δραπέτ. 12, Φώτ. ΙΙ. μεταφορ., πλυνὸν ποιεῖ τινα, = [[πλύνω]] ΙΙ, Ἀριστοφ. Πλ. 1061· πλυνὸν πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Α. Β. 58· πρβλ. καταπλυντηρίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ πλυνοί· πύελοι, ἐν αἷς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον· ἢ βόθροι [[ὅπου]] πλύνουσι».
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[πλύνος]];<br />οῦ (ὁ) :<br />auge <i>ou</i> bassin pour laver ; <i>fig.</i> πλύνον με ποιῶν AR faisant de moi un bassin à laver, <i>càd</i> m'éclaboussant <i>ou</i> me criblant d'injures ignobles.<br />'''Étymologie:''' [[πλύνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth