Anonymous

πληθύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0632.png Seite 632]] 1) voll machen, füllen, mehren, vermehren, vergrößern, erweitern, Sp., wie N. T. – 2) intr., voll sein, sich füllen; [[οὕτως]] ἐν αὐτῷ ἐπλήθυνε τὸ πληθύνειν πρὸς τὸ διακινδυνεύειν, ganz voll sein von dem Gedanken, sich ganz darauf legen, Pol. 3, 103, 7, zw. – Pass.; ταύτην ἐπαινεῖν [[πάντοθεν]] πληθύνομαι, Aesch. Ag. 1343, ich bin voll davon, sie zu preisen; δήμου κρατοῦσα χεὶρ [[ὅποι]] πληθύνεται, Suppl. 599; auch Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0632.png Seite 632]] 1) voll machen, füllen, mehren, vermehren, vergrößern, erweitern, Sp., wie N. T. – 2) intr., voll sein, sich füllen; [[οὕτως]] ἐν αὐτῷ ἐπλήθυνε τὸ πληθύνειν πρὸς τὸ διακινδυνεύειν, ganz voll sein von dem Gedanken, sich ganz darauf legen, Pol. 3, 103, 7, zw. – Pass.; ταύτην ἐπαινεῖν [[πάντοθεν]] πληθύνομαι, Aesch. Ag. 1343, ich bin voll davon, sie zu preisen; δήμου κρατοῦσα χεὶρ [[ὅποι]] πληθύνεται, Suppl. 599; auch Sp.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> être une foule pour ; être d'accord avec la foule pour, inf.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire des progrès, se répandre de plus en plus <i>en parl. de bruits</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλῆθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πληθύνω''': [ῡ], μεταβατικὸν τοῦ [[πληθύω]], ὡς καὶ νῦν, [[αὐξάνω]], [[πολλαπλασιάζω]], Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 10, πρὸς Ἑβρ. ς΄, 14. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[πλήρης]], αὐξάνομαι, [[γίνομαι]] μεγαλείτερος, ἴδε [[πληθύω]] Ι· τὸ [[δικαστήριον]] πληθυνέσθω, ἂς συμπληρωθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 73c. B. 6 (Προσθῆκ.)· ταῖς γυναιξὶ τὸ [[γάλα]] πληθύνεται, γίνεται πολύ, ἄφθονον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1. 2) ἀμεταβ., ἴδε [[πληθύω]] ΙΙ. ΙΙ. Παθ., [[φέρω]] εἰς [[πέρας]] διὰ πλειονοψηφίας, ἀποφασίζω, δήμου... χεὶρ ὅπη πληθύνεται ([[ἔνθα]] ὁ Μεδ. Κῶδ. πληθύεται) Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· μετ’ ἀπαρ., ταύτην ἐπαινεῖν… πληθύνομαι, εἶμαι ἀποφασισμένος, ἔχω ἀποφασίσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1370· ― πρκμ. πεπλήθυνται Ἑβδ. (Γέν. ΙΙΙ΄, 20).
|lstext='''πληθύνω''': [ῡ], μεταβατικὸν τοῦ [[πληθύω]], ὡς καὶ νῦν, [[αὐξάνω]], [[πολλαπλασιάζω]], Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 10, πρὸς Ἑβρ. ς΄, 14. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[πλήρης]], αὐξάνομαι, [[γίνομαι]] μεγαλείτερος, ἴδε [[πληθύω]] Ι· τὸ [[δικαστήριον]] πληθυνέσθω, ἂς συμπληρωθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 73c. B. 6 (Προσθῆκ.)· ταῖς γυναιξὶ τὸ [[γάλα]] πληθύνεται, γίνεται πολύ, ἄφθονον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1. 2) ἀμεταβ., ἴδε [[πληθύω]] ΙΙ. ΙΙ. Παθ., [[φέρω]] εἰς [[πέρας]] διὰ πλειονοψηφίας, ἀποφασίζω, δήμου... χεὶρ ὅπη πληθύνεται ([[ἔνθα]] ὁ Μεδ. Κῶδ. πληθύεται) Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· μετ’ ἀπαρ., ταύτην ἐπαινεῖν… πληθύνομαι, εἶμαι ἀποφασισμένος, ἔχω ἀποφασίσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1370· ― πρκμ. πεπλήθυνται Ἑβδ. (Γέν. ΙΙΙ΄, 20).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> être une foule pour ; être d'accord avec la foule pour, inf.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire des progrès, se répandre de plus en plus <i>en parl. de bruits</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλῆθος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR