Anonymous

περικλάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] (s. [[κλάω]]), umbrechen, Plut. Sull. 12; umbiegen, bes. das Heer im Bogen herumführen, περιέκλα τὴν δύναμιν ἐπὶ [[δόρυ]], Pol. 11, 12, 4, vgl. 11, 23, 2; – τόποι περικεκλασμένοι, 12, 20, 6, unterbrochener, unebener Boden, ein coupirtes Terrain; vgl. λόφοι περικ., 18, 5, 9; auch πόλεις περικεκλασμέναι, 9, 21, 7, die auf solchem Boden liegen; – im med. = sich wonach umbiegen u. hinneigen, Plut. plac. phil. 1, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] (s. [[κλάω]]), umbrechen, Plut. Sull. 12; umbiegen, bes. das Heer im Bogen herumführen, περιέκλα τὴν δύναμιν ἐπὶ [[δόρυ]], Pol. 11, 12, 4, vgl. 11, 23, 2; – τόποι περικεκλασμένοι, 12, 20, 6, unterbrochener, unebener Boden, ein coupirtes Terrain; vgl. λόφοι περικ., 18, 5, 9; auch πόλεις περικεκλασμέναι, 9, 21, 7, die auf solchem Boden liegen; – im med. = sich wonach umbiegen u. hinneigen, Plut. plac. phil. 1, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> briser autour, briser en recourbant (un arbre), acc. ; περικλᾶν [[τῷ]] κράνει τὸ [[ξίφος]] PLUT briser son épée sur le casque de qqn;<br /><b>2</b> faire fléchir, courber, faire obliquer : τὸν Τίβεριν ἐπὶ τὸ Κίρκαιον PLUT détourner le Tibre vers Circæum;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περικλάομαι]], [[περικλῶμαι]] s'appuyer autour de <i>ou</i> près de, <i>avec</i> [[πρός]] τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περικλάω''': μέλλ. -κλάσω, [[περικάμπτω]], ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[ὅστις]] πνέων περικάμπτει [[τῇδε]] κἀκεῖσε τὰς φλόγας, Θεοφρ. π. Πυρὸς 53· τὰς [[δρῦς]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 18· τῷ κράνει περικλάσαι τὸ [[ξίφος]], ὅτι ἔσπασε τὸ [[ξίφος]] περὶ τὸ [[κράνος]], Πλουτ. Σύλλ. 14. - Παθ., φύλλα περικεκλασμένα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10· περικλώμενα τοῖς αὐτῶν βρίθεσιν, καμπτόμενα καὶ θραυόμενα διὰ ..., Πλουτ. Σύλλ. 12· περικεκλασμένον [[σχῆμα]], κεκαμμένον καὶ συγκεκυρτωμένον, ὁ αὐτ. 2. 878C· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 46. ΙΙ. [[στρέφω]] [[στράτευμα]] πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερά, ἐπὶ [[δόρυ]] ἢ ἐπ’ ἀσπίδα Πολύβ. 11. 12, 4, πρβλ. 23, 2· [[ὡσαύτως]], τὸν Τίβεριν περικλάσας ἐπὶ τὸ Κίρκαιον Πλουτ. Καῖσ. 58. ΙΙΙ. τόποι περικεκλασμένοι, τόποι ἔχοντες [[ἔδαφος]] τραχύ, ἀνώμαλον, Πολύβ. 12. 20, 6· οὕτω, λόφοι περικελασμένοι ὁ αὐτ. 18. 5, 9· πόλεις περικεκλ., πόλεις ἐπὶ τοιούτου ἐδάφους ᾠκοδομημέναι, ὁ αὐτ. 9. 21, 7.
|lstext='''περικλάω''': μέλλ. -κλάσω, [[περικάμπτω]], ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[ὅστις]] πνέων περικάμπτει [[τῇδε]] κἀκεῖσε τὰς φλόγας, Θεοφρ. π. Πυρὸς 53· τὰς [[δρῦς]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 18· τῷ κράνει περικλάσαι τὸ [[ξίφος]], ὅτι ἔσπασε τὸ [[ξίφος]] περὶ τὸ [[κράνος]], Πλουτ. Σύλλ. 14. - Παθ., φύλλα περικεκλασμένα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10· περικλώμενα τοῖς αὐτῶν βρίθεσιν, καμπτόμενα καὶ θραυόμενα διὰ ..., Πλουτ. Σύλλ. 12· περικεκλασμένον [[σχῆμα]], κεκαμμένον καὶ συγκεκυρτωμένον, ὁ αὐτ. 2. 878C· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 46. ΙΙ. [[στρέφω]] [[στράτευμα]] πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερά, ἐπὶ [[δόρυ]] ἢ ἐπ’ ἀσπίδα Πολύβ. 11. 12, 4, πρβλ. 23, 2· [[ὡσαύτως]], τὸν Τίβεριν περικλάσας ἐπὶ τὸ Κίρκαιον Πλουτ. Καῖσ. 58. ΙΙΙ. τόποι περικεκλασμένοι, τόποι ἔχοντες [[ἔδαφος]] τραχύ, ἀνώμαλον, Πολύβ. 12. 20, 6· οὕτω, λόφοι περικελασμένοι ὁ αὐτ. 18. 5, 9· πόλεις περικεκλ., πόλεις ἐπὶ τοιούτου ἐδάφους ᾠκοδομημέναι, ὁ αὐτ. 9. 21, 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> briser autour, briser en recourbant (un arbre), acc. ; περικλᾶν [[τῷ]] κράνει τὸ [[ξίφος]] PLUT briser son épée sur le casque de qqn;<br /><b>2</b> faire fléchir, courber, faire obliquer : τὸν Τίβεριν ἐπὶ τὸ Κίρκαιον PLUT détourner le Tibre vers Circæum;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περικλάομαι]], [[περικλῶμαι]] s'appuyer autour de <i>ou</i> près de, <i>avec</i> [[πρός]] τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm