Anonymous

πορεία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0682.png Seite 682]] ἡ, das <b class="b2">Gehen, </b>der [[Gang]], Plat. Conv. 190 a Tim. 45 a, Plut. Pericl. 5; die [[Reise]], Aesch. Prom. 735. 843, oft in Prosa, ἡ [[ἐκεῖσε]] [[πορεία]] Plat. Phaed. 107 d, ἐκ πολλῆς πορείας ἥκειν Rep. X, 614 e, ἡ κατὰ τὰ ἄγκη [[πορεία]] Crat. 420 e; ὑπὸ γῆς, Phaedr. 256 d; εἰς Ἅιδου, Phaed. 115 a; vom Heere, der [[Marsch]], Xen. u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0682.png Seite 682]] ἡ, das <b class="b2">Gehen, </b>der [[Gang]], Plat. Conv. 190 a Tim. 45 a, Plut. Pericl. 5; die [[Reise]], Aesch. Prom. 735. 843, oft in Prosa, ἡ [[ἐκεῖσε]] [[πορεία]] Plat. Phaed. 107 d, ἐκ πολλῆς πορείας ἥκειν Rep. X, 614 e, ἡ κατὰ τὰ ἄγκη [[πορεία]] Crat. 420 e; ὑπὸ γῆς, Phaedr. 256 d; εἰς Ἅιδου, Phaed. 115 a; vom Heere, der [[Marsch]], Xen. u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de marcher ; marche, trajet, voyage ; <i>particul.</i> marche d'une armée, expédition;<br /><b>2</b> passage, <i>particul.</i> détroit.<br />'''Étymologie:''' [[πορεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πορεία''': ἡ, ([[πορεύω]]) περιπάτημα, [[τρόπος]] τοῦ περιπατεῖν ἢ τρέχειν, [[βάδισμα]], Λατ. incessus, Πλάτ. Συμπ. 190Β, Τίμ. 45Α· τὰ ὀργανικὰ μέρη τῆς π. Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 9, 6· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν περὶ ζῴων πορείας. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, τὸ πορεύεσθαι, ταξίδιον, ὁδός, διάβασις, Αἰσχύλ. Πρ. 823· ἡ [[ἐκεῖσε]] π. Πλάτ. Φαίδων 107D· ἡ κατὰ τὰ ἄγκη π. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 420Ε· αἱ κατὰ γῆν π. Ἰσοκρ. 6Α· ἡ εἰς Ἅιδου, εἰς Πέρσας π. Πλάτ. Φαίδων 115Α, κτλ. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, στρατιωτικὴ [[πορεία]], Θουκ. 2. 18· κατὰ θάλατταν π. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 11· π. ἀνύτειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8, 6, 18· ἰέναι [[αὐτόθι]] 5. 2, 31· ἐκ π. μάχεσθαι, Λατ. ex itinere, Πλούτ. 2. 198Β. 3) διάβασις θαλασσίου πόρου, Αἰσχ. Πρ. 733, 823, 841. 4) [[καθόλου]], ἡ [[πορεία]], διεύθυνσις ἣν λαμβάνει ἄνθρωπός τις, [[βέλος]] τι, κτλ., Ἀντιφῶν 121. 28, Πλάτ. Πολιτικ. 274Α· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 32.
|lstext='''πορεία''': ἡ, ([[πορεύω]]) περιπάτημα, [[τρόπος]] τοῦ περιπατεῖν ἢ τρέχειν, [[βάδισμα]], Λατ. incessus, Πλάτ. Συμπ. 190Β, Τίμ. 45Α· τὰ ὀργανικὰ μέρη τῆς π. Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 9, 6· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν περὶ ζῴων πορείας. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, τὸ πορεύεσθαι, ταξίδιον, ὁδός, διάβασις, Αἰσχύλ. Πρ. 823· ἡ [[ἐκεῖσε]] π. Πλάτ. Φαίδων 107D· ἡ κατὰ τὰ ἄγκη π. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 420Ε· αἱ κατὰ γῆν π. Ἰσοκρ. 6Α· ἡ εἰς Ἅιδου, εἰς Πέρσας π. Πλάτ. Φαίδων 115Α, κτλ. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, στρατιωτικὴ [[πορεία]], Θουκ. 2. 18· κατὰ θάλατταν π. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 11· π. ἀνύτειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8, 6, 18· ἰέναι [[αὐτόθι]] 5. 2, 31· ἐκ π. μάχεσθαι, Λατ. ex itinere, Πλούτ. 2. 198Β. 3) διάβασις θαλασσίου πόρου, Αἰσχ. Πρ. 733, 823, 841. 4) [[καθόλου]], ἡ [[πορεία]], διεύθυνσις ἣν λαμβάνει ἄνθρωπός τις, [[βέλος]] τι, κτλ., Ἀντιφῶν 121. 28, Πλάτ. Πολιτικ. 274Α· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 32.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de marcher ; marche, trajet, voyage ; <i>particul.</i> marche d'une armée, expédition;<br /><b>2</b> passage, <i>particul.</i> détroit.<br />'''Étymologie:''' [[πορεύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR