Anonymous

πορεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0682.png Seite 682]] ον, gangbar, wegsam, [[ὁδός]], Eur. El. 1046; [[τότε]] πορεύσιμον ἦν τὸ [[πέλαγος]], Plat. Tim. 24 e; Xen. Cyr. 7, 5, 16. – Auch alt., fähig zu reisen, zu gehen, im Ggstz von [[μόνιμος]], Plat. Epinom. 981 d; Plut. de cap. util. ex host. p. 270 sagt πορεύσιμον [[ὄχημα]] = [[πορεῖον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0682.png Seite 682]] ον, gangbar, wegsam, [[ὁδός]], Eur. El. 1046; [[τότε]] πορεύσιμον ἦν τὸ [[πέλαγος]], Plat. Tim. 24 e; Xen. Cyr. 7, 5, 16. – Auch alt., fähig zu reisen, zu gehen, im Ggstz von [[μόνιμος]], Plat. Epinom. 981 d; Plut. de cap. util. ex host. p. 270 sagt πορεύσιμον [[ὄχημα]] = [[πορεῖον]].
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> où l'on peut passer, praticable, accessible;<br /><b>2</b> qui peut transporter.<br />'''Étymologie:''' [[πορεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πορεύσιμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, ([[πορεύω]]) ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, [[διαβατός]], ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίνετογ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 16· εἰ π. εἴη τὸ [[ἔδαφος]] τοῦ ποταμοῦ [[αὐτόθι]] 18· π. ἦν τό... [[πέλαγος]] Πλάτ. Τίμ. 24Ε· ― ἐν τῷ οὐδ. [ὁδόν], ἥνπερ ἦν πορεύσιμον, δι’ ἧς ἦτο δυνατὸν νὰ διέλθῃ τις, Εὐρ. Ἡλ. 1046. ΙΙ. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ πορευθῇ ἢ ταξιδεύσῃ, Πλάτ. Ἐπιν. 981D. 2) ἱκανὸς νὰ φέρῃ ἢ μεταφέρῃ, π. [[ὄχημα]] τοῖς κομιζομένοις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 86Ε.
|lstext='''πορεύσιμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, ([[πορεύω]]) ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, [[διαβατός]], ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίνετογ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 16· εἰ π. εἴη τὸ [[ἔδαφος]] τοῦ ποταμοῦ [[αὐτόθι]] 18· π. ἦν τό... [[πέλαγος]] Πλάτ. Τίμ. 24Ε· ― ἐν τῷ οὐδ. [ὁδόν], ἥνπερ ἦν πορεύσιμον, δι’ ἧς ἦτο δυνατὸν νὰ διέλθῃ τις, Εὐρ. Ἡλ. 1046. ΙΙ. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ πορευθῇ ἢ ταξιδεύσῃ, Πλάτ. Ἐπιν. 981D. 2) ἱκανὸς νὰ φέρῃ ἢ μεταφέρῃ, π. [[ὄχημα]] τοῖς κομιζομένοις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 86Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> où l'on peut passer, praticable, accessible;<br /><b>2</b> qui peut transporter.<br />'''Étymologie:''' [[πορεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml