Anonymous

πλεονεκτέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "qu’u" to "qu'u")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] (ein [[πλεονέκτης]] sein) [[mehr haben]], größern Antheil haden, voraus haben; περὶ τίνων ὁ κρείττων [[πλέον]] ἔχων δικαίως πλεονεκτεῖ, Plat. Gorg. 491 a; Ggstz von τὸ ἴσον ἔχειν, Isocr. 1, 38; τοσοῦτον αὐτῶν πλεονεκτοῦμεν κατὰ τὴν ἐμπορίαν, ὥςτε, Plat. Euthyphr. 15 a; τῶν ἐχθρῶν, Rep. II, 362 b, u. öfter, überlegen sein, Einem; auch τινός τινι, Einem in Etwas, Xen. An. 3, 1, 37; τῶν ἄλλων περὶ τὸν πόλεμον, Plat. Lach. 183 a; Folgde; auch wie ein transit. c. accus., übertreffen, übervortheilen, Plut. Marcell. 29 D. Sic. 12, 45, – pass., πλεονεκτεῖται, Strat. 77 (XII, 238); Xen. Mem. 3, 5, 2; ἂν. φάσκῃ πλεονεκτεῖσθαι ταῖς χιλίαις δραχμαῖς, Dem. 41, 25, er sei um 1000 Drachmen übervortheilt. – Auch = mehr haben wollen, Vortheil, Gewinn zu erhalten suchen, οὐκ ἐπαύετο πλεονεκτέων, Her. 8, 112; Vortheil erlangen, Thuc. 4, 62, Plat. Legg. III, 683 a, der so auch fut. med. πλεονεκτήσεται braucht, Lach. 192 e, πλεονεκτεῖν ἀπὸ τῶν μὴ καθηκόντων, Pol. 6, 56, 2; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] (ein [[πλεονέκτης]] sein) [[mehr haben]], größern Antheil haden, voraus haben; περὶ τίνων ὁ κρείττων [[πλέον]] ἔχων δικαίως πλεονεκτεῖ, Plat. Gorg. 491 a; Ggstz von τὸ ἴσον ἔχειν, Isocr. 1, 38; τοσοῦτον αὐτῶν πλεονεκτοῦμεν κατὰ τὴν ἐμπορίαν, ὥςτε, Plat. Euthyphr. 15 a; τῶν ἐχθρῶν, Rep. II, 362 b, u. öfter, überlegen sein, Einem; auch τινός τινι, Einem in Etwas, Xen. An. 3, 1, 37; τῶν ἄλλων περὶ τὸν πόλεμον, Plat. Lach. 183 a; Folgde; auch wie ein transit. c. accus., übertreffen, übervortheilen, Plut. Marcell. 29 D. Sic. 12, 45, – pass., πλεονεκτεῖται, Strat. 77 (XII, 238); Xen. Mem. 3, 5, 2; ἂν. φάσκῃ πλεονεκτεῖσθαι ταῖς χιλίαις δραχμαῖς, Dem. 41, 25, er sei um 1000 Drachmen übervortheilt. – Auch = mehr haben wollen, Vortheil, Gewinn zu erhalten suchen, οὐκ ἐπαύετο πλεονεκτέων, Her. 8, 112; Vortheil erlangen, Thuc. 4, 62, Plat. Legg. III, 683 a, der so auch fut. med. πλεονεκτήσεται braucht, Lach. 192 e, πλεονεκτεῖν ἀπὸ τῶν μὴ καθηκόντων, Pol. 6, 56, 2; a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir plus :<br /><b>1</b> avoir plus qu'un autre, avoir une plus grande part : τινος de qch ; <i>avec le gén. de la pers.</i> : avoir plus que qqn ; <i>abs.</i> avoir l'avantage;<br /><b>2</b> être supérieur : τινός, à qqn ; τινί, l'emporter en qch ; <i>abs.</i> [[παρά]] τινι avoir plus de valeur, de poids auprès de qqn ; [[οἱ]] πλεονεκτεῖν βουλόμενοι XÉN ceux qui prétendent à une plus grande influence politique ; <i>postér. avec l'acc. de pers.</i> : τινά avoir l'avantage sur qqn ; [[ὑπό]] τινος être considéré par qqn comme de plus grande importance;<br /><b>3</b> <i>abs.</i> chercher à avoir plus qu’on ne doit, être âpre au gain.<br />'''Étymologie:''' [[πλέον]], [[ἐκτός]], adj. verb. de [[ἔχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλεονεκτέω''': μέλλ. -ήσω, Θουκ. 4. 62, κτλ., ἀλλὰ -ήσομαι Πλάτ. Λάχ. 192Ε. Ρῆμα τοῦ πεζοῦ λόγου, εἶμαι [[πλεονέκτης]], ἔχω ἢ ἀπαιτῶ [[πλείω]] τῶν ὅσα δικαιοῦμαι νὰ ἀπαιτήσω, εἶμαι [[ἄπληστος]], ἅρπαξ, ἀλαζών, Ἡρόδ. 8. 112, Πλάτ., κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐλαττοῦσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9· ― [[ὡσαύτως]], ἔχω πλεονέκτημά τι, ὑπερτερῶ, δυνάμει τινὶ πλεονεκτήσειν Θουκ. 4. 62, 86· πολὺ ἐπλεονέκτει ὁ Πελοπίδας παρὰ τῷ Πέρσῃ Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 34., πρβλ. 2. 3, 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 5· πλ. ἀπό τινος Πολύβ. 6. 56, 2· [[συχνάκις]] μετὰ οὐδετέρου ἐπιθ. ἀντωνυμ., πλ. τι, τοῦτο, τοιαῦτα, κτλ., Θουκ. 4. 61, κτλ. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἔχω ἢ ἀπαιτῶ πλείονα ἑτέρου, ἔχω ἢ ἀπαιτῶ μεγαλείτερον [[μερίδιον]], τῶν ὠφελίμων ὁ αὐτ. 6. 39· τοῦ ἡλίου, τοῦ ψύχους, τῶν πόνων Ξεν. Κύρ. 1. 6. 25, πρβλ. Οἰκ. 7. 26· δόξης, χάριτος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 9 καὶ 12. ΙΙ. μετὰ γεν. προσώπ., ὑπερτερῶ ἢ [[ὑπερβάλλω]] τινά, τῶν ἐχθρῶν Πλάτ. Πολ. 362Β, κτλ.· ([[παρά]] τινος Ξεν. Κύρ. 1, 6, 32, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4)· τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21, κτλ.· κατά τι Πλάτ. Εὐθύφρων 15Α· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 183Α· ― [[ὡσαύτως]], πλ. τῶν νόμων, εἶμαι [[ἀνώτερος]] τῶν νόμων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691Α· πλ. τῆς εὐηθείας ὑμῶν, ὠφελοῦμαι ἐκ τῆς..., Δημ. 1434, ἐν τέλει. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐξαπατῶ, δι’ ἀπάτης [[λαμβάνω]], πλεονέκτει μηδένα Μενάνδρου Μονόστ. 259, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 7, Διόδ. 12, 46, Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Θεσ. δ΄, 6, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ζ΄, 2, Πλουτ. Μάρκελλ. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 27, Δίων Κ. 52. 37· ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη τοῦ παθ. ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττ., ἐξαπατῶμαι, Θουκ. 1. 77· ὑπό τινος Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 2· πλεονεκτεῖσθαι χιλίαις δραχμαῖς, ἀπατηθῆναι κατὰ 1000 δραχμάς, Δημ. 1035. 26.
|lstext='''πλεονεκτέω''': μέλλ. -ήσω, Θουκ. 4. 62, κτλ., ἀλλὰ -ήσομαι Πλάτ. Λάχ. 192Ε. Ρῆμα τοῦ πεζοῦ λόγου, εἶμαι [[πλεονέκτης]], ἔχω ἢ ἀπαιτῶ [[πλείω]] τῶν ὅσα δικαιοῦμαι νὰ ἀπαιτήσω, εἶμαι [[ἄπληστος]], ἅρπαξ, ἀλαζών, Ἡρόδ. 8. 112, Πλάτ., κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐλαττοῦσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9· ― [[ὡσαύτως]], ἔχω πλεονέκτημά τι, ὑπερτερῶ, δυνάμει τινὶ πλεονεκτήσειν Θουκ. 4. 62, 86· πολὺ ἐπλεονέκτει ὁ Πελοπίδας παρὰ τῷ Πέρσῃ Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 34., πρβλ. 2. 3, 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 5· πλ. ἀπό τινος Πολύβ. 6. 56, 2· [[συχνάκις]] μετὰ οὐδετέρου ἐπιθ. ἀντωνυμ., πλ. τι, τοῦτο, τοιαῦτα, κτλ., Θουκ. 4. 61, κτλ. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἔχω ἢ ἀπαιτῶ πλείονα ἑτέρου, ἔχω ἢ ἀπαιτῶ μεγαλείτερον [[μερίδιον]], τῶν ὠφελίμων ὁ αὐτ. 6. 39· τοῦ ἡλίου, τοῦ ψύχους, τῶν πόνων Ξεν. Κύρ. 1. 6. 25, πρβλ. Οἰκ. 7. 26· δόξης, χάριτος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 9 καὶ 12. ΙΙ. μετὰ γεν. προσώπ., ὑπερτερῶ ἢ [[ὑπερβάλλω]] τινά, τῶν ἐχθρῶν Πλάτ. Πολ. 362Β, κτλ.· ([[παρά]] τινος Ξεν. Κύρ. 1, 6, 32, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4)· τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21, κτλ.· κατά τι Πλάτ. Εὐθύφρων 15Α· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 183Α· ― [[ὡσαύτως]], πλ. τῶν νόμων, εἶμαι [[ἀνώτερος]] τῶν νόμων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691Α· πλ. τῆς εὐηθείας ὑμῶν, ὠφελοῦμαι ἐκ τῆς..., Δημ. 1434, ἐν τέλει. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐξαπατῶ, δι’ ἀπάτης [[λαμβάνω]], πλεονέκτει μηδένα Μενάνδρου Μονόστ. 259, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 7, Διόδ. 12, 46, Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Θεσ. δ΄, 6, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ζ΄, 2, Πλουτ. Μάρκελλ. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 27, Δίων Κ. 52. 37· ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη τοῦ παθ. ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττ., ἐξαπατῶμαι, Θουκ. 1. 77· ὑπό τινος Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 2· πλεονεκτεῖσθαι χιλίαις δραχμαῖς, ἀπατηθῆναι κατὰ 1000 δραχμάς, Δημ. 1035. 26.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir plus :<br /><b>1</b> avoir plus qu'un autre, avoir une plus grande part : τινος de qch ; <i>avec le gén. de la pers.</i> : avoir plus que qqn ; <i>abs.</i> avoir l'avantage;<br /><b>2</b> être supérieur : τινός, à qqn ; τινί, l'emporter en qch ; <i>abs.</i> [[παρά]] τινι avoir plus de valeur, de poids auprès de qqn ; [[οἱ]] πλεονεκτεῖν βουλόμενοι XÉN ceux qui prétendent à une plus grande influence politique ; <i>postér. avec l'acc. de pers.</i> : τινά avoir l'avantage sur qqn ; [[ὑπό]] τινος être considéré par qqn comme de plus grande importance;<br /><b>3</b> <i>abs.</i> chercher à avoir plus qu’on ne doit, être âpre au gain.<br />'''Étymologie:''' [[πλέον]], [[ἐκτός]], adj. verb. de [[ἔχω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR