Anonymous

πραγματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] geschäftig, ὁ [[πραγματικός]], in Geschäften erfahren, Geschäftsmann, bes. bei Sp. Rechtsgelehrter, Anwalt, Quint. 3, 6, 58. 12, 3, 4; der den Rednern u. Sachwaltern die Rechtsgründe an die Hand gab, auf welche sie ihre Reden gründeten, Cic. de orat. 1, 45, überh. sachkundig, erfahren, ad Att. 2, 20; öffentliche, Staatsgeschäfte betreibend, Pol. 7, 12, 2 u. öfter; bes. in Staatsgeschäften erfahren, εἰ βασιλέως πραγματικοῦ φρένας ἔχεις, 7, 11, 2; aber auch die römische Legion nennt er ἀήττητα καὶ πραγματικὰ πλήθη, 1, 35, 5. Er vrbdt auch ὁ πραγματικὸς [[τρόπος]] τῆς ἱστορίας, 9, 2, 4, wie ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας [[τρόπος]], 1, 2, 8, u. bezeichnet. seine Geschichte als eine pragmatische, im Ggstz der Geschichte der fabelhaften u. Heroenzeit (vgl. Plut. Galb. 2); auch = thatkräftig, Etwas auszurichten im Stande, [[ἐπίθεσις]], 5, 5, 4, λόγοι ἀνδρώδεις καὶ πραγματικοί, 36, 3, 1, u. öfter; auch das adv. braucht er häufig, geschickt, kundig, kräftig, λογίζεσθαι, διανοεῖσθαι, 3, 80, 5. 4, 50, 11, καὶ νουνεχῶς, 2, 13, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] geschäftig, ὁ [[πραγματικός]], in Geschäften erfahren, Geschäftsmann, bes. bei Sp. Rechtsgelehrter, Anwalt, Quint. 3, 6, 58. 12, 3, 4; der den Rednern u. Sachwaltern die Rechtsgründe an die Hand gab, auf welche sie ihre Reden gründeten, Cic. de orat. 1, 45, überh. sachkundig, erfahren, ad Att. 2, 20; öffentliche, Staatsgeschäfte betreibend, Pol. 7, 12, 2 u. öfter; bes. in Staatsgeschäften erfahren, εἰ βασιλέως πραγματικοῦ φρένας ἔχεις, 7, 11, 2; aber auch die römische Legion nennt er ἀήττητα καὶ πραγματικὰ πλήθη, 1, 35, 5. Er vrbdt auch ὁ πραγματικὸς [[τρόπος]] τῆς ἱστορίας, 9, 2, 4, wie ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας [[τρόπος]], 1, 2, 8, u. bezeichnet. seine Geschichte als eine pragmatische, im Ggstz der Geschichte der fabelhaften u. Heroenzeit (vgl. Plut. Galb. 2); auch = thatkräftig, Etwas auszurichten im Stande, [[ἐπίθεσις]], 5, 5, 4, λόγοι ἀνδρώδεις καὶ πραγματικοί, 36, 3, 1, u. öfter; auch das adv. braucht er häufig, geschickt, kundig, kräftig, λογίζεσθαι, διανοεῖσθαι, 3, 80, 5. 4, 50, 11, καὶ νουνεχῶς, 2, 13, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre au maniement des affaires, prudent, avisé ; <i>particul.</i> habile politique;<br /><b>2</b> qui concerne les affaires politiques.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πραγμᾰτικός''': -ή, -όν, (πράγμα) ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς ἐνέργειαν ἢ ἀσχολίαν [[ἐνεργητικός]], [[δραστήριος]], ἐν χρήσει ἐν τῇ μεταγενεστ. Ἑλλην. ἀντὶ τοῦ [[πρακτικός]], [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐμπείρων τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Πολύβ. 7. 11, 2., 7. 12, 2, κ. ἀλλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4897C, 7· οἱ πρ., ἀντίθετον τῷ οἱ στρατιωτικοὶ ὁ αὐτ. 14. 4, 13, πρβλ. 24. 5, 5, Κικ, πρ. Ἀττ. 2. 20· ― [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ τῶν ὁμοίων, ἄνδρες ἐνεργητικοί, Πολύβ. 1. 35, 5, πρβλ. 7. 11, 2· ― [[ἐντεῦθεν]] ἡ νομικὴ [[φράσις]] pragmatica sanctio ἢ jussio, αὐτοκρατορικὸν [[διάταγμα]] ἐπὶ δημοσίων ὑποθέσεων, Κῶδ. Ἰουστ., κτλ. 2) παρὰ τοῖς Ρωμ. συγγραφεῦσι pragmaticus ἐκαλεῖτο ὁ ὑποβάλλων ἐπιχειρήματα εἰς τοὺς ῥήτορας καὶ δικηγόρους, ὁ διευθύνων δίκας κτλ., Cic de Orat. 1. 45, 59, Ἰουβεν. 7. 123, Quintil 12. 3, 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) ἐπὶ ἱστορίας, συστηματικὴ [[ἔκθεσις]] τῶν γεγονότων, Πολύβ. 1. 2. 8, κτλ.· πρβλ. [[πραγματεία]] ΙΙΙ. 2) [[ἰσχυρός]], ἐπὶ φρουρίου, ὁ αὐτ. 4. 70, 10. 3) ἐπὶ λόγου, ὁμιλίας, διαγωγῆς, κτλ., [[ἱκανός]], [[φρόνιμος]], ὁ αὐτ. 3. 116, 7., 36. 3, 1, κτλ.· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 2. 13, 1, κτλ. ΙΙΙ. ὁ ἀναφερόμενος εἰς πραγματικὰ πράγματα, ὁ πρ. [[τόπος]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁ [[λεκτικός]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1· ― [[οὕτως]] ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ ψυχικῶς, Script. Myth. σ. 328 Westerm.
|lstext='''πραγμᾰτικός''': -ή, -όν, (πράγμα) ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς ἐνέργειαν ἢ ἀσχολίαν [[ἐνεργητικός]], [[δραστήριος]], ἐν χρήσει ἐν τῇ μεταγενεστ. Ἑλλην. ἀντὶ τοῦ [[πρακτικός]], [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐμπείρων τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Πολύβ. 7. 11, 2., 7. 12, 2, κ. ἀλλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4897C, 7· οἱ πρ., ἀντίθετον τῷ οἱ στρατιωτικοὶ ὁ αὐτ. 14. 4, 13, πρβλ. 24. 5, 5, Κικ, πρ. Ἀττ. 2. 20· ― [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ τῶν ὁμοίων, ἄνδρες ἐνεργητικοί, Πολύβ. 1. 35, 5, πρβλ. 7. 11, 2· ― [[ἐντεῦθεν]] ἡ νομικὴ [[φράσις]] pragmatica sanctio ἢ jussio, αὐτοκρατορικὸν [[διάταγμα]] ἐπὶ δημοσίων ὑποθέσεων, Κῶδ. Ἰουστ., κτλ. 2) παρὰ τοῖς Ρωμ. συγγραφεῦσι pragmaticus ἐκαλεῖτο ὁ ὑποβάλλων ἐπιχειρήματα εἰς τοὺς ῥήτορας καὶ δικηγόρους, ὁ διευθύνων δίκας κτλ., Cic de Orat. 1. 45, 59, Ἰουβεν. 7. 123, Quintil 12. 3, 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) ἐπὶ ἱστορίας, συστηματικὴ [[ἔκθεσις]] τῶν γεγονότων, Πολύβ. 1. 2. 8, κτλ.· πρβλ. [[πραγματεία]] ΙΙΙ. 2) [[ἰσχυρός]], ἐπὶ φρουρίου, ὁ αὐτ. 4. 70, 10. 3) ἐπὶ λόγου, ὁμιλίας, διαγωγῆς, κτλ., [[ἱκανός]], [[φρόνιμος]], ὁ αὐτ. 3. 116, 7., 36. 3, 1, κτλ.· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 2. 13, 1, κτλ. ΙΙΙ. ὁ ἀναφερόμενος εἰς πραγματικὰ πράγματα, ὁ πρ. [[τόπος]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁ [[λεκτικός]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1· ― [[οὕτως]] ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ ψυχικῶς, Script. Myth. σ. 328 Westerm.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre au maniement des affaires, prudent, avisé ; <i>particul.</i> habile politique;<br /><b>2</b> qui concerne les affaires politiques.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]].
}}
}}
{{eles
{{eles