Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποτός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0690.png Seite 690]] adj. verb. zu [[πίνω]], getrunken, trinkbar, ἢ [[ἐδανός]] Aesch. Ag. 1381, u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0690.png Seite 690]] adj. verb. zu [[πίνω]], getrunken, trinkbar, ἢ [[ἐδανός]] Aesch. Ag. 1381, u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qu’on boit, bu;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> τὸ ποτόν :<br /><b>1</b> boisson, <i>particul.</i> vin;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> eau potable.<br />'''Étymologie:''' R. Πο, boire ; v. [[πίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πίνω]], ὁ πινόμενος, ὁ [[ἐπιτήδειος]] πρὸς πόσιν, τί κακὸν ἐδανὸν ἢ [[ποτὸν]] πασαμένη… Αἰσχύλ. Ἀγ. 1408· [[φάρμακον]] Εὐρ. Ἱππ. 516· [[ὕδωρ]] Θουκ. 6. 100· πρβλ. πιστὸς (Α). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ποτόν, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ πινόμενον, [[μάλιστα]] ἐπὶ οἴνου, κοινῶς «πιοτό», κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Ἰλ. Α. 470, κτλ.· θεῶν [[ποτὸν]] ἔχοντες Ὀδ. Β. 341· [[κρόμυον]] ποτῷ [[ὄψον]] Ἰλ. Α. 630· [[οὕτως]] ἐπὶ οἴνου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 615, Σοφ. Τρ. 703· τῷ ποτῷ χρέεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 4· [[σῖτα]] καὶ ποτά, φαγητὰ καὶ ποτά, ὁ αὐτ. 5. 54, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 27· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· σιτία καὶ π. Πλάτ. Πρωτ. 334Α, κτλ. 2) [[ὕδωρ]] πρὸς πόσιν, ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον π., [[ὕδωρ]] τοῦ Σκ., [[ὅπερ]] ἔπινον οἱ πρόγονοί μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1157· Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῖ π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 487· π. κρηναῖον Σοφ. Φιλ. 21, πρβλ. 1461· ποτάμια π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587· πρβλ. Meineke εἰς Θεόκρ. 13. 46.
|lstext='''ποτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πίνω]], ὁ πινόμενος, ὁ [[ἐπιτήδειος]] πρὸς πόσιν, τί κακὸν ἐδανὸν ἢ [[ποτὸν]] πασαμένη… Αἰσχύλ. Ἀγ. 1408· [[φάρμακον]] Εὐρ. Ἱππ. 516· [[ὕδωρ]] Θουκ. 6. 100· πρβλ. πιστὸς (Α). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ποτόν, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ πινόμενον, [[μάλιστα]] ἐπὶ οἴνου, κοινῶς «πιοτό», κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Ἰλ. Α. 470, κτλ.· θεῶν [[ποτὸν]] ἔχοντες Ὀδ. Β. 341· [[κρόμυον]] ποτῷ [[ὄψον]] Ἰλ. Α. 630· [[οὕτως]] ἐπὶ οἴνου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 615, Σοφ. Τρ. 703· τῷ ποτῷ χρέεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 4· [[σῖτα]] καὶ ποτά, φαγητὰ καὶ ποτά, ὁ αὐτ. 5. 54, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 27· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· σιτία καὶ π. Πλάτ. Πρωτ. 334Α, κτλ. 2) [[ὕδωρ]] πρὸς πόσιν, ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον π., [[ὕδωρ]] τοῦ Σκ., [[ὅπερ]] ἔπινον οἱ πρόγονοί μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1157· Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῖ π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 487· π. κρηναῖον Σοφ. Φιλ. 21, πρβλ. 1461· ποτάμια π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587· πρβλ. Meineke εἰς Θεόκρ. 13. 46.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qu’on boit, bu;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> τὸ ποτόν :<br /><b>1</b> boisson, <i>particul.</i> vin;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> eau potable.<br />'''Étymologie:''' R. Πο, boire ; v. [[πίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth