Anonymous

προκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0728.png Seite 728]] (s. [[λαμβάνω]]), vorher fassen, einnehmen; Thuc. 3, 2 u. oft; Plat. Rep. VI, 494 c; Xen. An. 1, 3, 16; τὸ [[βῆμα]], Aesch. 3, 71; auch übtr., ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι προκαταληφθέντες, Dem. 19, 178, vorweg eingenommen; öfter Pol., auch προκαταλαβεῖν τὴν ὁρμήν τινος, 3, 104, 2; προκαταληφθεὶς τῇ φιλανθρωπίᾳ, 10, 34, 9; u. scheinbar intr., sc. αὐτόν, τοῦ χειμῶνος προκαταλαβόντος, 39, 2, 3. – Bes. auch in der Rede vorwegnehmen, zuerst behandeln, Isocr. 4, 74 u. oft. – Vorher begreifen, S. Emp. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0728.png Seite 728]] (s. [[λαμβάνω]]), vorher fassen, einnehmen; Thuc. 3, 2 u. oft; Plat. Rep. VI, 494 c; Xen. An. 1, 3, 16; τὸ [[βῆμα]], Aesch. 3, 71; auch übtr., ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι προκαταληφθέντες, Dem. 19, 178, vorweg eingenommen; öfter Pol., auch προκαταλαβεῖν τὴν ὁρμήν τινος, 3, 104, 2; προκαταληφθεὶς τῇ φιλανθρωπίᾳ, 10, 34, 9; u. scheinbar intr., sc. αὐτόν, τοῦ χειμῶνος προκαταλαβόντος, 39, 2, 3. – Bes. auch in der Rede vorwegnehmen, zuerst behandeln, Isocr. 4, 74 u. oft. – Vorher begreifen, S. Emp. oft.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προκαταλήψομαι, <i>ao.2</i> προκατέλαβον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> prendre d'avance :<br /><b>1</b> occuper d'avance <i>avec idée de violence</i>, acc. ; <i>fig.</i> s'emparer d'avance de l'esprit de qqn, circonvenir d'avance, acc.;<br /><b>2</b> arrêter <i>ou</i> empêcher en devançant, devancer, prévenir, surprendre, acc. : προκαταλαμβάνειν [[ὅπως]] [[μή]] THC prendre d'avance des mesures pour empêcher que ; <i>avec un rég. de pers.</i> surprendre <i>ou</i> prévenir qqn, acc.;<br /><b>II.</b> traiter pour la première fois (une question, un sujet, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b></i> προκαταλαμβάνομαι s'emparer d'avance de, acc. ; surprendre <i>ou</i> prévenir qqn, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταλαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαταλαμβάνω''': [[καταλαμβάνω]] ἐκ τῶν προτέρων, [[μάλιστα]] διὰ στρατιωτικῆς δυνάμεως, Θουκ. 2. 2., 3. 112, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 3, 16, κτλ. ― Παθ., καταλαμβάνομαι ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 89· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 2. 27, 5, κτλ. 2) [[καθόλου]], [[καταλαμβάνω]] πρότερον, τὸ βῆμα Αἰσχίν. 63. 44, πρβλ. 89. 13· τὰ Φιλίππου ὦτα ὁ αὐτ. 42. 20· πράγματα προκατειλημμένα, ὑπὸ τῶν [[προηγουμένως]] λαλησάντων ῥητόρων, Ἰσοκρ. 55D. ΙΙ. μεταφορ., [[προλαμβάνω]], ματαιώνω, τῶν [[πόλεων]] τὰς ἀποστάσεις Θουκ. 1. 57, πρβλ. Αἰσχίν. 55. 21· πρ. [[ὅπως]] μὴ... Θουκ. 3. 46., 6. 18· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 2, κτλ.· ― ἐπὶ ἀγορεύσεως, πρ. τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 16, κ. ἀλλ.· ― ἐπὶ προσώπων, [[προλαμβάνω]] ἢ αἰφνιδίως [[ἐπέρχομαι]], Θουκ. 3. 3, Πολύβ. 2. 18, 6, πρβλ. 3. 69, 3· ([[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., αἰφνιδίως [[ἐπέρχομαι]], ὁ αὐτ. 39. 2, 3)· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὰς νόσους Διόδ. 1. 82· ― Παθ., τῶν... προκατειλημμένων κατηγορημάτων, τῶν κατηγοριῶν ὅσαι πρότερον ἐγένοντο, Δείναρχ. 90. 6. ΙΙΙ. [[καταβάλλω]] πρότερον, προκαταλαβόντας ἡμᾶς νῦν ἐς τὴν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν, καταβαλόντας ἡμᾶς πρότερον [[ὅπως]] (εὐκολώτερον) προσβάλωσιν ὑμᾶς μετὰ [[ταῦτα]], Θουκ. 1. 33, πρβλ. 36· πρ. τινα δεσμοῖς Πολύβ. 16. 34, 11· οὕτω παθ. πρκμ. προκατείλημμαί σε Πλούτ. 2. 476C. 2) [[ἄνευ]] τῆς ἐννοίας βίας, [[κερδίζω]] [[ὑπὲρ]] [[ἐμαυτοῦ]] πρότερον, προσελκύω, πρ. καὶ προκολακεύειν τινὰ Πλάτ. Πολ. 494C, πρβλ. Νόμ. 853Β· πρ. τινα ὑποσχέσεσι Δημ. 397. 3· τὴν ἐκκλησίαν Αἰσχίν. 63. 17. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 86 κἑξ., 816 κἑξ.
|lstext='''προκαταλαμβάνω''': [[καταλαμβάνω]] ἐκ τῶν προτέρων, [[μάλιστα]] διὰ στρατιωτικῆς δυνάμεως, Θουκ. 2. 2., 3. 112, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 3, 16, κτλ. ― Παθ., καταλαμβάνομαι ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 89· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 2. 27, 5, κτλ. 2) [[καθόλου]], [[καταλαμβάνω]] πρότερον, τὸ βῆμα Αἰσχίν. 63. 44, πρβλ. 89. 13· τὰ Φιλίππου ὦτα ὁ αὐτ. 42. 20· πράγματα προκατειλημμένα, ὑπὸ τῶν [[προηγουμένως]] λαλησάντων ῥητόρων, Ἰσοκρ. 55D. ΙΙ. μεταφορ., [[προλαμβάνω]], ματαιώνω, τῶν [[πόλεων]] τὰς ἀποστάσεις Θουκ. 1. 57, πρβλ. Αἰσχίν. 55. 21· πρ. [[ὅπως]] μὴ... Θουκ. 3. 46., 6. 18· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 2, κτλ.· ― ἐπὶ ἀγορεύσεως, πρ. τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 16, κ. ἀλλ.· ― ἐπὶ προσώπων, [[προλαμβάνω]] ἢ αἰφνιδίως [[ἐπέρχομαι]], Θουκ. 3. 3, Πολύβ. 2. 18, 6, πρβλ. 3. 69, 3· ([[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., αἰφνιδίως [[ἐπέρχομαι]], ὁ αὐτ. 39. 2, 3)· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὰς νόσους Διόδ. 1. 82· ― Παθ., τῶν... προκατειλημμένων κατηγορημάτων, τῶν κατηγοριῶν ὅσαι πρότερον ἐγένοντο, Δείναρχ. 90. 6. ΙΙΙ. [[καταβάλλω]] πρότερον, προκαταλαβόντας ἡμᾶς νῦν ἐς τὴν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν, καταβαλόντας ἡμᾶς πρότερον [[ὅπως]] (εὐκολώτερον) προσβάλωσιν ὑμᾶς μετὰ [[ταῦτα]], Θουκ. 1. 33, πρβλ. 36· πρ. τινα δεσμοῖς Πολύβ. 16. 34, 11· οὕτω παθ. πρκμ. προκατείλημμαί σε Πλούτ. 2. 476C. 2) [[ἄνευ]] τῆς ἐννοίας βίας, [[κερδίζω]] [[ὑπὲρ]] [[ἐμαυτοῦ]] πρότερον, προσελκύω, πρ. καὶ προκολακεύειν τινὰ Πλάτ. Πολ. 494C, πρβλ. Νόμ. 853Β· πρ. τινα ὑποσχέσεσι Δημ. 397. 3· τὴν ἐκκλησίαν Αἰσχίν. 63. 17. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 86 κἑξ., 816 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προκαταλήψομαι, <i>ao.2</i> προκατέλαβον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> prendre d'avance :<br /><b>1</b> occuper d'avance <i>avec idée de violence</i>, acc. ; <i>fig.</i> s'emparer d'avance de l'esprit de qqn, circonvenir d'avance, acc.;<br /><b>2</b> arrêter <i>ou</i> empêcher en devançant, devancer, prévenir, surprendre, acc. : προκαταλαμβάνειν [[ὅπως]] [[μή]] THC prendre d'avance des mesures pour empêcher que ; <i>avec un rég. de pers.</i> surprendre <i>ou</i> prévenir qqn, acc.;<br /><b>II.</b> traiter pour la première fois (une question, un sujet, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b></i> προκαταλαμβάνομαι s'emparer d'avance de, acc. ; surprendre <i>ou</i> prévenir qqn, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταλαμβάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml