Anonymous

προεμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0719.png Seite 719]] (s. [[βάλλω]]), vorher, voraus hineinwerfen, -fügen; Arist. rhet. 3, 5; πληγὴν τῇ νηΐ, vorher beibringen, Pol. 16, 3, 2; übertr., κατελπισμὸν τοῖς ὄχλοις, 3, 82, 8, Hoffnung einflößen. – Gew. intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen muß, προεμβαλόντων τῶν κερέων εἰς τὴν γῆν, da die Hörner vorher gegen den Erdboden stoßen, Her. 4, 183; einfallen, einen Angriff machen, Thuc. 4, 25 u. Sp., wie Plut. Pelop. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0719.png Seite 719]] (s. [[βάλλω]]), vorher, voraus hineinwerfen, -fügen; Arist. rhet. 3, 5; πληγὴν τῇ νηΐ, vorher beibringen, Pol. 16, 3, 2; übertr., κατελπισμὸν τοῖς ὄχλοις, 3, 82, 8, Hoffnung einflößen. – Gew. intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen muß, προεμβαλόντων τῶν κερέων εἰς τὴν γῆν, da die Hörner vorher gegen den Erdboden stoßen, Her. 4, 183; einfallen, einen Angriff machen, Thuc. 4, 25 u. Sp., wie Plut. Pelop. 17.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προεμβαλῶ, <i>ao.2</i> προενέβαλον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i><br /><b>1</b> introduire d'avance, acc.;<br /><b>2</b> jeter le premier sur <i>ou</i> dans, <i>rég. ind. au dat.</i><br /><b>II.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> se jeter en avant sur, se heurter à, <i>avec</i> [[εἰς]] et l'acc.;<br /><b>2</b> se jeter le premier sur, attaquer le premier, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐμβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προεμβάλλω''': [[ἐμβάλλω]] [[ἐντός]], [[μεταξύ]], [[παρεμβάλλω]] πρότερον, τις εἴς τι Παυσ. 9. 39, 11, κτλ.· μεταφορ., πρ. τινι κατελπισμὸν Πολύβ. 3. 82, 8. ― Παθ., παρεμβάλλομαι πρότερον, Ἀριστ, Ρητορ. 3. 5, 2. ΙΙ. ἀπολ., τὰ [[κέρεα]] ἔχουσι κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε (οἱ ὀπισθονόμοι βόες)· διὰ τοῦτο [[ὀπίσω]] ἀναχωρίοντες νέμονται· ἐς γὰρ τὸ ἔμπροσθε οὐκ οἷοί τέ εἰσι προεμβαλλόντων ἐς τὴν γῆν τῶν κερέων, [[διότι]] τὰ κέρατα αὐτῶν προεμπήγνυνται εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῶν ὀπισθονόμων βοῶν, οἵτινες [[ἕνεκα]] τῶν προεξεχόντων κεράτων αὐτῶν ἠναγκάζοντο νὰ βόσκωνται κινούμενοι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἡρόδ. 4. 183. 2) ἐπὶ ναυμαχίας, [[κάμνω]] πρῶτος τὴν διὰ τοῦ ἐμβόλου τῆς νεὼς ἐπίθεσιν, Θουκ. 4. 25· (ἐν Πολυβ. 16. 3, 2, πρ. πληγὴν τῇ νηί)· ― καὶ οὕτω [[καθόλου]], [[προσβάλλω]] πρῶτος, τινὶ Διόδ. 15. 81. 3) [[κάμνω]] πρότερον εἰσβολήν, εἰς χώραν Δίων Κ. 36. 28., 37. 1.
|lstext='''προεμβάλλω''': [[ἐμβάλλω]] [[ἐντός]], [[μεταξύ]], [[παρεμβάλλω]] πρότερον, τις εἴς τι Παυσ. 9. 39, 11, κτλ.· μεταφορ., πρ. τινι κατελπισμὸν Πολύβ. 3. 82, 8. ― Παθ., παρεμβάλλομαι πρότερον, Ἀριστ, Ρητορ. 3. 5, 2. ΙΙ. ἀπολ., τὰ [[κέρεα]] ἔχουσι κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε (οἱ ὀπισθονόμοι βόες)· διὰ τοῦτο [[ὀπίσω]] ἀναχωρίοντες νέμονται· ἐς γὰρ τὸ ἔμπροσθε οὐκ οἷοί τέ εἰσι προεμβαλλόντων ἐς τὴν γῆν τῶν κερέων, [[διότι]] τὰ κέρατα αὐτῶν προεμπήγνυνται εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῶν ὀπισθονόμων βοῶν, οἵτινες [[ἕνεκα]] τῶν προεξεχόντων κεράτων αὐτῶν ἠναγκάζοντο νὰ βόσκωνται κινούμενοι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἡρόδ. 4. 183. 2) ἐπὶ ναυμαχίας, [[κάμνω]] πρῶτος τὴν διὰ τοῦ ἐμβόλου τῆς νεὼς ἐπίθεσιν, Θουκ. 4. 25· (ἐν Πολυβ. 16. 3, 2, πρ. πληγὴν τῇ νηί)· ― καὶ οὕτω [[καθόλου]], [[προσβάλλω]] πρῶτος, τινὶ Διόδ. 15. 81. 3) [[κάμνω]] πρότερον εἰσβολήν, εἰς χώραν Δίων Κ. 36. 28., 37. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προεμβαλῶ, <i>ao.2</i> προενέβαλον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i><br /><b>1</b> introduire d'avance, acc.;<br /><b>2</b> jeter le premier sur <i>ou</i> dans, <i>rég. ind. au dat.</i><br /><b>II.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> se jeter en avant sur, se heurter à, <i>avec</i> [[εἰς]] et l'acc.;<br /><b>2</b> se jeter le premier sur, attaquer le premier, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐμβάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml