Anonymous

προνομή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] ἡ, 1) das Fouragiren, Futter Holen; ἐξάγειν εἰς προνομάς, Xen. Cyr. 6, 1, 24; σὺν προνομαῖς λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια, An. 5, 1, 7, vgl. Hell. 4, 1, 16; προνομὴν ποιεῖσθαι, 1, 1, 33; Pol. u. a. Sp.; auch heißen die Fouragirenden selbst αἱ προνομαί, Pol. 4, 73, 4. – 2) der Rüssel des Elephanten, Pol. 5, 84, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] ἡ, 1) das Fouragiren, Futter Holen; ἐξάγειν εἰς προνομάς, Xen. Cyr. 6, 1, 24; σὺν προνομαῖς λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια, An. 5, 1, 7, vgl. Hell. 4, 1, 16; προνομὴν ποιεῖσθαι, 1, 1, 33; Pol. u. a. Sp.; auch heißen die Fouragirenden selbst αἱ προνομαί, Pol. 4, 73, 4. – 2) der Rüssel des Elephanten, Pol. 5, 84, 3.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> ([[πρό]], en avant) action de fourrager ; [[αἱ]] προνομαί expédition pour se procurer du fourrage ; provision de fourrage;<br /><b>2</b> ([[πρό]], auparavant) droit d'être servi le premier dans un repas.<br />'''Étymologie:''' [[προνέμω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προνομή''': ἡ, ἐκδρομὴ στρατιωτῶν εἰς χώραν ἐχθρικὴν πρὸς συλλογὴν ἢ ἁρπαγὴν τροφῶν καὶ ἄλλων ἐπιτηδείων, ἐπισιτισμὸς ἐκ χώρας ἐχθρικῆς δι’ ἁρπαγῆς, ἐξάγειν εἰς προνομὰς Ξεν. Κύρ. 6. 1, 24· προνομὴν ἢ προνομὰς ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 33., 2. 4, 25· ― πεδία προνομὰς ἔχοντα, κατάλληλα πρὸς συγκομιδὴν φορβῆς, Πλουτ. Φάβ. 6. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], στρατιωτικαὶ συνοδίαι πρὸς συλλογὴν τροφῆς, σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν, διὰ προνομευτῶν, διὰ στρατιωτῶν, δηλ. ὡρισμένων νὰ συλλέγωσι τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῆς χώρας τῶν πολεμίων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16, Ἀν. 5. 1, 7, πρβλ. Πολύβ. 4. 73, 4. ΙΙ. τοῦ ἐλέφαντος ἡ προβοσκὶς (πρβλ. [[προνομαία]]), Πολύβ. 5. 84, 3. ΙΙΙ. = τῷ ἑπομ., Λουκ. Κρονοσόλ. 17.
|lstext='''προνομή''': ἡ, ἐκδρομὴ στρατιωτῶν εἰς χώραν ἐχθρικὴν πρὸς συλλογὴν ἢ ἁρπαγὴν τροφῶν καὶ ἄλλων ἐπιτηδείων, ἐπισιτισμὸς ἐκ χώρας ἐχθρικῆς δι’ ἁρπαγῆς, ἐξάγειν εἰς προνομὰς Ξεν. Κύρ. 6. 1, 24· προνομὴν ἢ προνομὰς ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 33., 2. 4, 25· ― πεδία προνομὰς ἔχοντα, κατάλληλα πρὸς συγκομιδὴν φορβῆς, Πλουτ. Φάβ. 6. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], στρατιωτικαὶ συνοδίαι πρὸς συλλογὴν τροφῆς, σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν, διὰ προνομευτῶν, διὰ στρατιωτῶν, δηλ. ὡρισμένων νὰ συλλέγωσι τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῆς χώρας τῶν πολεμίων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16, Ἀν. 5. 1, 7, πρβλ. Πολύβ. 4. 73, 4. ΙΙ. τοῦ ἐλέφαντος ἡ προβοσκὶς (πρβλ. [[προνομαία]]), Πολύβ. 5. 84, 3. ΙΙΙ. = τῷ ἑπομ., Λουκ. Κρονοσόλ. 17.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> ([[πρό]], en avant) action de fourrager ; [[αἱ]] προνομαί expédition pour se procurer du fourrage ; provision de fourrage;<br /><b>2</b> ([[πρό]], auparavant) droit d'être servi le premier dans un repas.<br />'''Étymologie:''' [[προνέμω]].
}}
}}
{{grml
{{grml