3,277,286
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0727.png Seite 727]] (s. [[ἵστημι]]), vorher niedersetzen, hinstellen, φύλακας πρὸ στρατοπέδου, Xen. Hier. 6, 9; med. u. intr. tempp. vorher niedergesetzt sein, dastehen φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας, da vorher dort keine Besatzung eingesetzt war, Thuc. 2, 2; Sp.; – προκατεστησάμεθα, wir haben es früher behauptet, S. Emp. adv. log. 2, 379, vgl. adv. eth. 41. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0727.png Seite 727]] (s. [[ἵστημι]]), vorher niedersetzen, hinstellen, φύλακας πρὸ στρατοπέδου, Xen. Hier. 6, 9; med. u. intr. tempp. vorher niedergesetzt sein, dastehen φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας, da vorher dort keine Besatzung eingesetzt war, Thuc. 2, 2; Sp.; – προκατεστησάμεθα, wir haben es früher behauptet, S. Emp. adv. log. 2, 379, vgl. adv. eth. 41. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προκαταστήσω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> placer devant (pour protéger);<br /><b>2</b> <i>intr. (à l'ao.2</i> προκατέστην <i>et au pf.</i> προκαθέστηκα) être établi auparavant (pour se défendre) acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκαθίστημι''': [[καθίστημι]], τοποθετῶ τι ἐμπρός· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., φύλακας προκαθιστάμενοι, τοποθετοῦντες [[ἔμπροσθεν]], Ξεν. Ἱέρ. 9. 2) [[παρασκευάζω]] ἢ τακτοποιῶ πρότερον, προκαταστήσασθαι τὸν λόγον Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 2· ἀπολ., [[ὁρίζω]] πρότερον, προκαταστήσασθαι ὅτι... Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 379. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀμεταβ., τοποθετοῦμαι πρότερον, φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας Θουκ. 2. 2. 2) καθορίζομαι πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 41. | |lstext='''προκαθίστημι''': [[καθίστημι]], τοποθετῶ τι ἐμπρός· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., φύλακας προκαθιστάμενοι, τοποθετοῦντες [[ἔμπροσθεν]], Ξεν. Ἱέρ. 9. 2) [[παρασκευάζω]] ἢ τακτοποιῶ πρότερον, προκαταστήσασθαι τὸν λόγον Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 2· ἀπολ., [[ὁρίζω]] πρότερον, προκαταστήσασθαι ὅτι... Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 379. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀμεταβ., τοποθετοῦμαι πρότερον, φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας Θουκ. 2. 2. 2) καθορίζομαι πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 41. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |