Anonymous

προσαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] att. -ττω, daranschlagen, -stoßen, -werfen, ναῦς σκοπέλοις, Plut. Marcell. 15; ναῦν πρὸς ἄκραν D. Cass. 48, 47, u. Sp.; πρ. τινὶ τὰς θύρας, Einem die Thür vor der Nase zuschmeißen, Luc. D. Merc. 15, 2, vgl. Nav. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] att. -ττω, daranschlagen, -stoßen, -werfen, ναῦς σκοπέλοις, Plut. Marcell. 15; ναῦν πρὸς ἄκραν D. Cass. 48, 47, u. Sp.; πρ. τινὶ τὰς θύρας, Einem die Thür vor der Nase zuschmeißen, Luc. D. Merc. 15, 2, vgl. Nav. 22.
}}
{{bailly
|btext=heurter contre ; <i>Pass.</i> se heurter contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαράσσω''': Ἀττ. -ττω, ὠθῶ ἢ [[ῥίπτω]] τι [[ἐπάνω]] εἴς τι μεθ’ ὁρμῆς, πρ. τινὶ τὰς θύρας ἢ εἰς τὸ [[μέτωπον]] τὴν θύραν, [[κλείω]] μεθ’ ὁρμῆς καὶ κρότου τὴν θύραν κατὰ πρόσωπόν τινος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 2, Πλοῖον ἢ Εὐχ. 22· [[μάλιστα]] ἐπὶ ναυαγίου, πρ. [[ναῦς]] σκοπέλοις Πλούτ. Μάρκελλ. 15· τὸ [[σκάφος]] τῷ αἰγιαλῷ Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47· [[ναῦς]] πρὸς τὴν ἄκραν Δίων Κ. 48. 47· πρ. τὰς [[ναῦς]] Φιλόστρ. 172, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., τῇ γῇ Αἰλ. π. Ζ. 12. 21· πρὸς ταῖς πέτραις Ἀλκίφρ. 1. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαρασσόμενον· προσρησσόμενον».
|lstext='''προσαράσσω''': Ἀττ. -ττω, ὠθῶ ἢ [[ῥίπτω]] τι [[ἐπάνω]] εἴς τι μεθ’ ὁρμῆς, πρ. τινὶ τὰς θύρας ἢ εἰς τὸ [[μέτωπον]] τὴν θύραν, [[κλείω]] μεθ’ ὁρμῆς καὶ κρότου τὴν θύραν κατὰ πρόσωπόν τινος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 2, Πλοῖον ἢ Εὐχ. 22· [[μάλιστα]] ἐπὶ ναυαγίου, πρ. [[ναῦς]] σκοπέλοις Πλούτ. Μάρκελλ. 15· τὸ [[σκάφος]] τῷ αἰγιαλῷ Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47· [[ναῦς]] πρὸς τὴν ἄκραν Δίων Κ. 48. 47· πρ. τὰς [[ναῦς]] Φιλόστρ. 172, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., τῇ γῇ Αἰλ. π. Ζ. 12. 21· πρὸς ταῖς πέτραις Ἀλκίφρ. 1. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαρασσόμενον· προσρησσόμενον».
}}
{{bailly
|btext=heurter contre ; <i>Pass.</i> se heurter contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml