Anonymous

προσβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0753.png Seite 753]] 1) dazu nöthigen oder zwingen, τινά, Ar. Plut. 16; μὴ ἐθέλοντά γε προσβιαζοίμην, Plat. Ep. VII, 321 b, vgl. Crat. 410 a; auch pass., προσβιασθέν, Thuc. 1, 106. – 2) τόπῳ, Gewalt brauchen gegen einen Ort, ihn bestürmen, D. Sic. 20, 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0753.png Seite 753]] 1) dazu nöthigen oder zwingen, τινά, Ar. Plut. 16; μὴ ἐθέλοντά γε προσβιαζοίμην, Plat. Ep. VII, 321 b, vgl. Crat. 410 a; auch pass., προσβιασθέν, Thuc. 1, 106. – 2) τόπῳ, Gewalt brauchen gegen einen Ort, ihn bestürmen, D. Sic. 20, 39.
}}
{{bailly
|btext=faire violence à, violenter, acc. ; <i>Pass. (part. ao.</i> προσβιασθείς) être contraint par la violence.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], βιάζομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσβιάζομαι''': ἀποθετ., [[ἀναγκάζω]], «[[βιάζω]]», τινα Ἀριστοφ. Πλ. 16, Πλάτ. Ἐπιστ. 331Β· ― πρ. [[ταῦτα]], τὸ παρακάμνω, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410Α· ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 4. ΙΙ. πρ. τόπῳ, διὰ τῆς βίας ἢ ἐξ ἐφόδου [[κυριεύω]] θέσιν τινά, Διόδ. 20. 30. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθητ. ἀορ. προσβιασθῆναι, ἀναγκασθῆναι, πιεσθῆναι ἰσχυρῶς, Θουκ. 1. 106.
|lstext='''προσβιάζομαι''': ἀποθετ., [[ἀναγκάζω]], «[[βιάζω]]», τινα Ἀριστοφ. Πλ. 16, Πλάτ. Ἐπιστ. 331Β· ― πρ. [[ταῦτα]], τὸ παρακάμνω, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410Α· ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 4. ΙΙ. πρ. τόπῳ, διὰ τῆς βίας ἢ ἐξ ἐφόδου [[κυριεύω]] θέσιν τινά, Διόδ. 20. 30. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθητ. ἀορ. προσβιασθῆναι, ἀναγκασθῆναι, πιεσθῆναι ἰσχυρῶς, Θουκ. 1. 106.
}}
{{bailly
|btext=faire violence à, violenter, acc. ; <i>Pass. (part. ao.</i> προσβιασθείς) être contraint par la violence.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], βιάζομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml