Anonymous

προσαναβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0748.png Seite 748]] noch dazu hinan- od. hinausschreiten, -steigen; τὸ σιμόν, Plat. com. bei Schol. Ar. Lys. 288; πρὸς τὰς πέτρας, Arist. H. A. 9, 21; von Reitern, noch dazu zu Pferde steigen, Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp.; vom Fluß, anschwellen, Pol. 3, 72, 4, vgl. 4, 39, 8; übtr., τῷ 'Ρωμύλῳ, Plut. Thes. 1, in der Erzählung bis auf R. hinansteigen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0748.png Seite 748]] noch dazu hinan- od. hinausschreiten, -steigen; τὸ σιμόν, Plat. com. bei Schol. Ar. Lys. 288; πρὸς τὰς πέτρας, Arist. H. A. 9, 21; von Reitern, noch dazu zu Pferde steigen, Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp.; vom Fluß, anschwellen, Pol. 3, 72, 4, vgl. 4, 39, 8; übtr., τῷ 'Ρωμύλῳ, Plut. Thes. 1, in der Erzählung bis auf R. hinansteigen.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαναβήσομαι, <i>ao.</i> προσανέβην, <i>etc.</i><br />monter vers, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc. ; <i>fig.</i> remonter jusqu’à : [[τῷ]] Ῥομύλῳ PLUT remonter jusqu’à Romulus.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναβαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαναβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἀνέρχομαι]] ἢ [[ἀναβαίνω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 2· ἐπὶ παρυδατίων πτηνῶν, πρ. πρὸς τὰς πέτρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21· πρ. πρὸς τὸ ὄρθιον Δίων Κ. 39. 45· ― ὑψοῦμαι περισσότερον, ἐπὶ πλημμυροῦντος ποταμοῦ, Πολύβ. 3. 72, 4· ― [[πόλις]] προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ τόπου προσάντους, Πολυδ. Ι΄, 20· ― μεταφορ., τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι, ἀναβῆναι [[μέχρι]] τῶν χρόνων τοῦ Ρωμύλου, Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, [[ἀναβαίνω]], [[ἀνέρχομαι]], τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σιμὸν δεῖ, δηλ. τὸ πρόσαντες, [[Πλάτων]] Κωμικ. ἐν «Νίκαις» 1.
|lstext='''προσαναβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἀνέρχομαι]] ἢ [[ἀναβαίνω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 2· ἐπὶ παρυδατίων πτηνῶν, πρ. πρὸς τὰς πέτρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21· πρ. πρὸς τὸ ὄρθιον Δίων Κ. 39. 45· ― ὑψοῦμαι περισσότερον, ἐπὶ πλημμυροῦντος ποταμοῦ, Πολύβ. 3. 72, 4· ― [[πόλις]] προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ τόπου προσάντους, Πολυδ. Ι΄, 20· ― μεταφορ., τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι, ἀναβῆναι [[μέχρι]] τῶν χρόνων τοῦ Ρωμύλου, Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, [[ἀναβαίνω]], [[ἀνέρχομαι]], τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σιμὸν δεῖ, δηλ. τὸ πρόσαντες, [[Πλάτων]] Κωμικ. ἐν «Νίκαις» 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαναβήσομαι, <i>ao.</i> προσανέβην, <i>etc.</i><br />monter vers, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc. ; <i>fig.</i> remonter jusqu’à : [[τῷ]] Ῥομύλῳ PLUT remonter jusqu’à Romulus.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναβαίνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR