Anonymous

προφράζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] (s. [[φράζω]]), vorher-, voraussagen, od. ankündigen; Her. 1, 120 καὶ νῦν εἰ φοβερόν τι ἑωρῶμεν, [[πᾶν]] ἄν σοι προεφράζομεν, wo es auch »gerade heraussagen« bedeuten kann; pass., προπεφραδμένα ἆθλα, vorher verkündigte Kampfpreise, Hes. O. 657, wo Herm. προπεφασμένα ändern will; vgl. aber Ap. Rh. 3, 1315, δὴ γάρ σφι [[πάλαι]] προπεφραδμένον ἦεν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] (s. [[φράζω]]), vorher-, voraussagen, od. ankündigen; Her. 1, 120 καὶ νῦν εἰ φοβερόν τι ἑωρῶμεν, [[πᾶν]] ἄν σοι προεφράζομεν, wo es auch »gerade heraussagen« bedeuten kann; pass., προπεφραδμένα ἆθλα, vorher verkündigte Kampfpreise, Hes. O. 657, wo Herm. προπεφασμένα ändern will; vgl. aber Ap. Rh. 3, 1315, δὴ γάρ σφι [[πάλαι]] προπεφραδμένον ἦεν.
}}
{{bailly
|btext=annoncer <i>ou</i> proclamer d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φράζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προφράζω''': μέλλ. -σω, [[προλέγω]], Ἡρόδ. 1. 120 ([[ἔνθα]] ὁ Schweigh. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = προειπεῖν, προερεῖν, μετοχ. παθητ. πρκμ. προπεφραδμένα ἆθλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653, [[ἔνθα]] ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ προπεφασμένα (ἰδὲ [[προφαίνω]] Ι. 3), ἀλλὰ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1315.
|lstext='''προφράζω''': μέλλ. -σω, [[προλέγω]], Ἡρόδ. 1. 120 ([[ἔνθα]] ὁ Schweigh. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = προειπεῖν, προερεῖν, μετοχ. παθητ. πρκμ. προπεφραδμένα ἆθλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653, [[ἔνθα]] ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ προπεφασμένα (ἰδὲ [[προφαίνω]] Ι. 3), ἀλλὰ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1315.
}}
{{bailly
|btext=annoncer <i>ou</i> proclamer d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φράζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml