3,274,873
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0751.png Seite 751]] anheften, κεκόλληται [[γένος]] προσάψαι, Aesch. Ag. 1547; anfügen, τί τινι oder [[πρός]] τι, μή τι [[πέρα]] [[χρέος]] ἐμᾷ πόλει προσάψῃς, Soph. O. C. 236; φίλην προσάψας χεῖρα, Eur. Suppl. 361; übh. Einem Etwas ertheilen, gewähren, κῦδός τινι, Il. 24, 110; eben so [[κλέος]] τινί, Pind. N. 8, 37; τῷ τεθνηκότι τιμάς, Soph. El. 348, wie 424, von den Todtenopfern; χλιδὴν τέκνῳ, Eur. Ion 27; κόσμον Πενθεῖ, Bacch. 857; auch med., γῇ [[τῇδε]] ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομαι, Med. 1382; εὐδαιμονίαν τινί, Plat. Rep. IV, 420 d; ἐγκώμια τοῖς δρομεῦσι, Legg. VII, 822 d; τὴν ἀρχὴν τελευτῇ, VI, 768 e, u. öfter; Einem Etwas übertragen od. anvertrauen, Xen. Ag. 1, 36; τῇ τύχῃ τὰ κατορθώματά τινος, Pol. 32, 16, 3; beilegen, Diod. Sic. – Auch intrans., sich anfügen, anreihen, εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς [[πάλαι]] τὰ πρὸς [[σφῷν]], Soph. O. R. 667. – Med. προσάπτομαι, anrühren; ἀληθείας, Plat. Tim. 71e; Soph. 254 a; Aesch. 1, 125 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0751.png Seite 751]] anheften, κεκόλληται [[γένος]] προσάψαι, Aesch. Ag. 1547; anfügen, τί τινι oder [[πρός]] τι, μή τι [[πέρα]] [[χρέος]] ἐμᾷ πόλει προσάψῃς, Soph. O. C. 236; φίλην προσάψας χεῖρα, Eur. Suppl. 361; übh. Einem Etwas ertheilen, gewähren, κῦδός τινι, Il. 24, 110; eben so [[κλέος]] τινί, Pind. N. 8, 37; τῷ τεθνηκότι τιμάς, Soph. El. 348, wie 424, von den Todtenopfern; χλιδὴν τέκνῳ, Eur. Ion 27; κόσμον Πενθεῖ, Bacch. 857; auch med., γῇ [[τῇδε]] ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομαι, Med. 1382; εὐδαιμονίαν τινί, Plat. Rep. IV, 420 d; ἐγκώμια τοῖς δρομεῦσι, Legg. VII, 822 d; τὴν ἀρχὴν τελευτῇ, VI, 768 e, u. öfter; Einem Etwas übertragen od. anvertrauen, Xen. Ag. 1, 36; τῇ τύχῃ τὰ κατορθώματά τινος, Pol. 32, 16, 3; beilegen, Diod. Sic. – Auch intrans., sich anfügen, anreihen, εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς [[πάλαι]] τὰ πρὸς [[σφῷν]], Soph. O. R. 667. – Med. προσάπτομαι, anrühren; ἀληθείας, Plat. Tim. 71e; Soph. 254 a; Aesch. 1, 125 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσάψω, <i>ao.</i> προσῆψα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> attacher à, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>fig.</i> procurer, donner : κῦδός τινι IL procurer de la gloire à qqn;<br /><b>2</b> confier : ναυτικόν τινι XÉN une flotte à qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'attacher à ; se joindre à, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσάπτομαι s'attacher à ; toucher à, effleurer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἅπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσάπτω''': Δωρ. [[προτιάπτω]], μέλλ. -ψω, [[προσεγγίζω]], προσαρτῶ, τούτων μὲν ὧν ἔχεις χεροῖν τύμβῳ προσάψῃς μηδὲν Σοφ. Ἠλ. 432· στέρνοις στέρνα Εὐρ. Ἠλ. 1321· κόσμον Πενθεῖ, χλιδὴν τέκνῳ Βάκχ. 859, Ἴων 27. 2) [[περιάπτω]], [[παρέχω]], δίδω, χορηγῶ, προτιάπτειν [[κῦδος]] Ἀχιλλεῖ Ἰλ. Ω. 110· οὕτω, πρ. [[κλέος]] τινὶ Πινδ. Ν. 8. 62· τῷ τεθνηκότι τιμὰς Σοφ. Ἠλ. 356· γῇ [[τῇδε]]... ἑορτὴν καὶ τέλη Εὐρ. Μήδ. 1382· [[γέρας]] ἐγκώμιά τινι Πλάτ. Σοφιστ. 231Α, Νόμ. 822Β· εὐδαιμονίαν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 420D· τὸ [[ὄνομα]] (ἐξυπακ. πῦρ)... προσάψαι... Ἑλληνικῇ φωνῇ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410Α, ὠφέλειάν τινι Δημ. 1417. 4· ― καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, μή τι... [[χρέος]] ἐμᾷ πόλει προσάψῃς Σοφ. Ο. Κ. 235· πρ. τῇ τύχῃ αἰτίαν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 20. 3) μετὰ μόνης αἰτ., μεῖζον πρ. τῆς νόσου τὸ [[φάρμακον]] Σοφ. Ἀποσπ. 514· πρ. χεῖρα Εὐρ. Ἱκέτ. 361· γνώμην [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 364. 10· ἀλγηδόνα τινὰ Πλάτ. Πολιτ. 293Β· ― [[ἁπλῶς]] προσθέτω, τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 252Α. 4) [[παραδίδω]], ἀναθέτω εἴς τινα, ναυτικόν τινι Ξεν. Ἀγησ. 1, 30. 5) ἀποδίδω εἴς τινα, θεωρῶ ὡς [[ἔργον]] τινός, ἐκείνῳ (ὅ ἐστι τῷ Θαλῇ) προσάπτουσι τὸ [[κατανόημα]] Ἀριστ. Πολιτ. 1. 1. 11, 8· πρ. τῷ Ἀπόλλωνι τὴν δάφνην Διόδ. 1. 17· Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι ὁ αὐτ. 5. 69· τὰ κατορθώματα τῇ τύχῃ Πολύβ. 32. 16, 3, πρβλ. 4. 24, 3. ΙΙ. ἀμεταβ., [[προσεγγίζω]] εἴς τινα, κἀμοί... [[ἀγχοῦ]] προσῆψεν... ἐν δισκήματι, ἐπλησίασε πολὺ εἰς ἐμὲ εἰς τὴν δισκοβολίαν, Σοφ. Ἀποσπ. 69· προστίθεμαι, εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς [[πάλαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 667· πρβλ. [[συνάπτω]] Β. ΙΙΙ. Μέσ., [[προσάπτω]], προσκολλῶ ἐμαυτὸν εἴς τι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 305· προσκολλῶμαι, ἐπὶ φαλαγγίων, προσαψάμενα μόνον τῷ στόματι [τινὸς] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12· πρ. τῆς ἀληθείας Πλάτ. Τίμ. 71Ε, κτλ. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις [[πρός]] τινα, ἔχω νὰ κάμω μετ’ [[αὐτοῦ]], ἢ ἀναμιγνύομαι εἴς τι, ὅτου ἂν προσάψηται ἀνδρὸς ἢ ἰδιώτου, ἢ δυνάστου, ἢ πόλεως δημοκρατουμένης τούτων ἑκάστους ἀνιάτοις κακοῖς περιβάλλειν Αἰσχίν. 69. 36· προσαψάμενοι μόνον τούτων τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 72. 34· τοῦ λόγου, τοῦ πολέμου, τῆς πολιτείας, κτλ., Δίων Κ. 60. 26., 44. 44, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσάπτει· προσπλέκει, συνάπτει». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 457. | |lstext='''προσάπτω''': Δωρ. [[προτιάπτω]], μέλλ. -ψω, [[προσεγγίζω]], προσαρτῶ, τούτων μὲν ὧν ἔχεις χεροῖν τύμβῳ προσάψῃς μηδὲν Σοφ. Ἠλ. 432· στέρνοις στέρνα Εὐρ. Ἠλ. 1321· κόσμον Πενθεῖ, χλιδὴν τέκνῳ Βάκχ. 859, Ἴων 27. 2) [[περιάπτω]], [[παρέχω]], δίδω, χορηγῶ, προτιάπτειν [[κῦδος]] Ἀχιλλεῖ Ἰλ. Ω. 110· οὕτω, πρ. [[κλέος]] τινὶ Πινδ. Ν. 8. 62· τῷ τεθνηκότι τιμὰς Σοφ. Ἠλ. 356· γῇ [[τῇδε]]... ἑορτὴν καὶ τέλη Εὐρ. Μήδ. 1382· [[γέρας]] ἐγκώμιά τινι Πλάτ. Σοφιστ. 231Α, Νόμ. 822Β· εὐδαιμονίαν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 420D· τὸ [[ὄνομα]] (ἐξυπακ. πῦρ)... προσάψαι... Ἑλληνικῇ φωνῇ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410Α, ὠφέλειάν τινι Δημ. 1417. 4· ― καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, μή τι... [[χρέος]] ἐμᾷ πόλει προσάψῃς Σοφ. Ο. Κ. 235· πρ. τῇ τύχῃ αἰτίαν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 20. 3) μετὰ μόνης αἰτ., μεῖζον πρ. τῆς νόσου τὸ [[φάρμακον]] Σοφ. Ἀποσπ. 514· πρ. χεῖρα Εὐρ. Ἱκέτ. 361· γνώμην [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 364. 10· ἀλγηδόνα τινὰ Πλάτ. Πολιτ. 293Β· ― [[ἁπλῶς]] προσθέτω, τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 252Α. 4) [[παραδίδω]], ἀναθέτω εἴς τινα, ναυτικόν τινι Ξεν. Ἀγησ. 1, 30. 5) ἀποδίδω εἴς τινα, θεωρῶ ὡς [[ἔργον]] τινός, ἐκείνῳ (ὅ ἐστι τῷ Θαλῇ) προσάπτουσι τὸ [[κατανόημα]] Ἀριστ. Πολιτ. 1. 1. 11, 8· πρ. τῷ Ἀπόλλωνι τὴν δάφνην Διόδ. 1. 17· Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι ὁ αὐτ. 5. 69· τὰ κατορθώματα τῇ τύχῃ Πολύβ. 32. 16, 3, πρβλ. 4. 24, 3. ΙΙ. ἀμεταβ., [[προσεγγίζω]] εἴς τινα, κἀμοί... [[ἀγχοῦ]] προσῆψεν... ἐν δισκήματι, ἐπλησίασε πολὺ εἰς ἐμὲ εἰς τὴν δισκοβολίαν, Σοφ. Ἀποσπ. 69· προστίθεμαι, εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς [[πάλαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 667· πρβλ. [[συνάπτω]] Β. ΙΙΙ. Μέσ., [[προσάπτω]], προσκολλῶ ἐμαυτὸν εἴς τι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 305· προσκολλῶμαι, ἐπὶ φαλαγγίων, προσαψάμενα μόνον τῷ στόματι [τινὸς] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12· πρ. τῆς ἀληθείας Πλάτ. Τίμ. 71Ε, κτλ. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις [[πρός]] τινα, ἔχω νὰ κάμω μετ’ [[αὐτοῦ]], ἢ ἀναμιγνύομαι εἴς τι, ὅτου ἂν προσάψηται ἀνδρὸς ἢ ἰδιώτου, ἢ δυνάστου, ἢ πόλεως δημοκρατουμένης τούτων ἑκάστους ἀνιάτοις κακοῖς περιβάλλειν Αἰσχίν. 69. 36· προσαψάμενοι μόνον τούτων τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 72. 34· τοῦ λόγου, τοῦ πολέμου, τῆς πολιτείας, κτλ., Δίων Κ. 60. 26., 44. 44, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσάπτει· προσπλέκει, συνάπτει». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 457. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |