Anonymous

προσοφείλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] (s. [[ὀφείλω]]), noch dazu schuldig sein, zu entrichten haben; πρὸς τρισὶν ἰαμβείοισι προσοφείλων φανεῖ, Ar. Ran. 1133; τὸν προσοφειλόμενον [[φόρον]] [[μετίει]], Her. 6, 59, den noch fälligen Tribut; δισχίλια γὰρ τάλαντα [[ἤδη]] ἀναλωκέναι καὶ ἔτι πολλὰ προσοφείλειν, Thuc. 7, 48; τὸν προσοφειλόμενον μισθόν, 8, 45; öfter bei Sp., wie Pol. 1, 66, 3. 8, 25, 4; noch dazu Schulden machen, Xen. Oec. 20, 1; übtr. noch dazu verpflichtet, verbunden sein, ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, Her. 5, 82, die er 81 ἡ παλαιὴ ἔχθρη nennt, die Feindschaft, zu der die Aegineten gegen die Athener verpflichtet waren, [[varia lectio|v.l.]] προοφειλομένη, s. oben; – προσοφείλειν γέλωτα, noch dazu Gelächter verschulden, verdienen, daß man ausgelacht werde, Dem. 27, 38; [[χάριν]], Pol. 5, 88, 4, der auch 39, 2, 6 sagt ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας, ὥςτε τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προσοφείλειν, sie verschuldeten noch Viel, d. i. blieben hinter ihm zurück.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] (s. [[ὀφείλω]]), noch dazu schuldig sein, zu entrichten haben; πρὸς τρισὶν ἰαμβείοισι προσοφείλων φανεῖ, Ar. Ran. 1133; τὸν προσοφειλόμενον [[φόρον]] [[μετίει]], Her. 6, 59, den noch fälligen Tribut; δισχίλια γὰρ τάλαντα [[ἤδη]] ἀναλωκέναι καὶ ἔτι πολλὰ προσοφείλειν, Thuc. 7, 48; τὸν προσοφειλόμενον μισθόν, 8, 45; öfter bei Sp., wie Pol. 1, 66, 3. 8, 25, 4; noch dazu Schulden machen, Xen. Oec. 20, 1; übtr. noch dazu verpflichtet, verbunden sein, ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, Her. 5, 82, die er 81 ἡ παλαιὴ ἔχθρη nennt, die Feindschaft, zu der die Aegineten gegen die Athener verpflichtet waren, [[varia lectio|v.l.]] προοφειλομένη, s. oben; – προσοφείλειν γέλωτα, noch dazu Gelächter verschulden, verdienen, daß man ausgelacht werde, Dem. 27, 38; [[χάριν]], Pol. 5, 88, 4, der auch 39, 2, 6 sagt ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας, ὥςτε τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προσοφείλειν, sie verschuldeten noch Viel, d. i. blieben hinter ihm zurück.
}}
{{bailly
|btext=devoir en outre, être encore redevable de, acc. ; <i>Pass.</i> rester dû.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀφείλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσοφείλω''': μέλλ. -ήσω, [[ὀφείλω]] ἔτι ἢ [[προσέτι]], πολλὰ Θουκ. 7. 48· διηκόσια τάλαντα Πλουτ. Ἀλέξ. 15· πρ. τινι [[χάριν]] Ξεν. Κυρ. 3. 2, 16, πρβλ. Δημ. 37. 7., 650. 23· - ἀπολ. προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν Δημ. 825. 19· - Παθ., ὁ προσφειλόμενος [[μισθός]], ὁ ἔτι ὀφειλόμενος, Θουκ. 8. 45· [[οὕτως]], ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, ἡ [[ἔχθρα]] ἥτις ὠφείλετο ἔτι παρὰ τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, δηλ. ἡ μεταξὺ αὐτῶν ἀρχαία [[ἔχθρα]], Ἡρόδ. 5. 82 (διάφ. γραφ. προύφ-, πρβλ. [[προοφείλω]]). ΙΙ. [[μένω]] [[ὀπίσω]], ὑστερῶ, ὑπολείπομαι, ὁ δὲ... ἐξεπορεύετο μετὰ [[μεγάλης]] ἀξίας ἐν τῇ πορφυρίδι καὶ τῇ πανοπλίᾳ [[βάδην]], [[ὥστε]] τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προσοφείλειν, ὑπολείπεσθαι, Πολύβ. 39. 2, 6.
|lstext='''προσοφείλω''': μέλλ. -ήσω, [[ὀφείλω]] ἔτι ἢ [[προσέτι]], πολλὰ Θουκ. 7. 48· διηκόσια τάλαντα Πλουτ. Ἀλέξ. 15· πρ. τινι [[χάριν]] Ξεν. Κυρ. 3. 2, 16, πρβλ. Δημ. 37. 7., 650. 23· - ἀπολ. προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν Δημ. 825. 19· - Παθ., ὁ προσφειλόμενος [[μισθός]], ὁ ἔτι ὀφειλόμενος, Θουκ. 8. 45· [[οὕτως]], ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, ἡ [[ἔχθρα]] ἥτις ὠφείλετο ἔτι παρὰ τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, δηλ. ἡ μεταξὺ αὐτῶν ἀρχαία [[ἔχθρα]], Ἡρόδ. 5. 82 (διάφ. γραφ. προύφ-, πρβλ. [[προοφείλω]]). ΙΙ. [[μένω]] [[ὀπίσω]], ὑστερῶ, ὑπολείπομαι, ὁ δὲ... ἐξεπορεύετο μετὰ [[μεγάλης]] ἀξίας ἐν τῇ πορφυρίδι καὶ τῇ πανοπλίᾳ [[βάδην]], [[ὥστε]] τοὺς ἐν ταῖς τραγῳδίαις τυράννους πολύ τι προσοφείλειν, ὑπολείπεσθαι, Πολύβ. 39. 2, 6.
}}
{{bailly
|btext=devoir en outre, être encore redevable de, acc. ; <i>Pass.</i> rester dû.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀφείλω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR