3,274,916
edits
(1b) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2</i> [[προσέλεκτο]];<br />se coucher auprès.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λέγω]]¹. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσλέγομαι''': Παθ., [[παρακλίνω]] ἐμαυτὸν πλησίον τινός, προσέλεκτο (γ΄ πρ. συγκεκομμ. ἀόρ.) παρέκλινεν ἑαυτὴν πλησίον μου, Ὀδ. Μ. 24. ΙΙ. Μέσ., προσφωνῶ, ὁμιλῶ, [[προσαγορεύω]], τινα Θεόκρ. 1. 92, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 833· μεταφ., πολλὰ δὲ κακὰ προσελέξατο θυμῷ, «τουτέστιν ἐνενόησεν ἐν τῇ [[ἑαυτοῦ]] ψυχῇ, [[ἤγουν]] καθ’ ἑαυτὸν» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 497. | |lstext='''προσλέγομαι''': Παθ., [[παρακλίνω]] ἐμαυτὸν πλησίον τινός, προσέλεκτο (γ΄ πρ. συγκεκομμ. ἀόρ.) παρέκλινεν ἑαυτὴν πλησίον μου, Ὀδ. Μ. 24. ΙΙ. Μέσ., προσφωνῶ, ὁμιλῶ, [[προσαγορεύω]], τινα Θεόκρ. 1. 92, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 833· μεταφ., πολλὰ δὲ κακὰ προσελέξατο θυμῷ, «τουτέστιν ἐνενόησεν ἐν τῇ [[ἑαυτοῦ]] ψυχῇ, [[ἤγουν]] καθ’ ἑαυτὸν» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 497. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |